Μεγάλη Εβδομάδα - Μεγάλη Παρασκευή



Μεγάλη Παρασκευή (Μεγάλη Πέμπτη βράδυ):
Την Μεγάλη Παρασκευή έχουμε την Κορύφωση του θείου δράματος, τελείται η «Ακολουθία των Παθών» και θυμόμαστε και βιώνουμε τα Σωτήρια και φρικτά Πάθη του Κυρίου και Θεού μας. Δηλαδή:
α) τα μαστιγώματα
γ) τις κοροϊδίες
δ) τους εξευτελισμούς
ε) τα κτυπήματα
στ) το αγκάθινο στεφάνι και κυρίως την
ζ) Σταύρωση και
η) τον θάνατο του Χριστού μας.

Μεγάλο Σάββατο (Μεγάλη Παρασκευή πρωϊ και βράδυ):
Το Μεγάλο Σάββατο το πρωϊ γιορτάζουμε:
α) την Ταφή Του Κυρίου και
β) την Κάθοδο Του στον Άδη, όπου κήρυξε σε όλους τους νεκρούς.

Μεγάλη Εβδομάδα - Μεγάλη Πέμπτη


Μεγάλη Πέμπτη


Σήμερα θυμόμαστε τα παρακάτω γεγονότα από τη ζωή του Χριστού:

1) τον Ιερό Νιπτήρα, το πλύσιμο δηλαδή των ποδιών των μαθητών από τον διδάσκαλό τους λίγο πριν το Μυστικό Δείπνο.

2) το Μυστικό Δείπνο, την παράδοση δηλαδή της Θείας Ευχαριστίας που από τότε τελούμε σε ανάμνησή του.

 3)  
την προσευχή του Κυρίου στον Πατέρα του και

4) την προδοσία του Ιούδα.

Iερός Νιπτήρας. Πράξη αγάπης – συμβολική – διδακτική.
Ο Νιπτήρας είναι πράξη ταπεινώσεως. Όλη η ζωή του Χριστού κάτω στη γη είναι μια ταπείνωση, μια συγκατάβαση. Ο Χριστός είναι η αληθινή ταπείνωση.
Σαν δούλος και υπηρέτης παίρνει το νιπτήρα και σκύβει και πλένει τα πόδια των δώδεκα μαθητών του..
Πράξη αγάπης
Από πολλή αγάπη κάλεσε τους μαθητές του στο τελευταίο δείπνο. Από αγάπη τους υποδέχεται μ’ αυτό τον τρόπο, με το πλύσιμο των ποδιών τους.
Και την αγάπη αυτή τη δείχνει και στον Ιούδα.
 Σκύβει και πλένει ποιά πόδια; Τα πόδια εκείνα, που ύστερα από λίγο θα τρέξουν στους εχθρούς του Χριστού για να τον προδώσουν. 

Μεγάλη Εβδομάδα - Μεγάλη Τετάρτη


Μεγάλη Τετάρτη
Η Μ. Τετάρτη είναι αφιερωμένη στην αμαρτωλή γυναίκα, που κατάλαβε ότι ο Ιησούς ήταν ο Θεός και μετανιωμένη για τα λάθη της άλειψε τα πόδια του με πολύτιμο μύρο, ενώ τα έβρεχε με τα δάκρυά της.

Ας δούμε τώρα και το γεγονός το οποίο θυμόμαστε το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης (Από την Κυριακή των Βαΐων και κάθε βράδυ ψάλλεται στις εκκλησίες ο Όρθρος της επόμενης ημέρας)

Ευαγγέλιο του Λουκά:
  Τον παρακαλούσε τότε κάποιος από τους Φαρισαίους να φάει μαζί του. Και αφού εισήλθε στον οίκο του Φαρισαίου, κάθισε, για να φάει.  Και ιδού μια γυναίκα που ήταν αμαρτωλή μέσα στην πόλη, και που έμαθε ότι γευματίζει στην οικία του Φαρισαίου, αφού έφερε αλαβάστρινο δοχείο με μύρο  και στάθηκε πίσω, κλαίγοντας κοντά στα πόδια του, με τα δάκρυά της άρχισε να βρέχει τα πόδια του και με τις τρίχες της κεφαλής της τα σκούπιζε, και καταφιλούσε τα πόδια του και τα άλειφε με το μύρο. 

 Όταν είδε τότε αυτά ο Φαρισαίος που τον κάλεσε, είπε μέσα του:Αυτός, αν ήταν προφήτης, θα γνώριζε ποια και τι είδους είναι η γυναίκα που τον αγγίζει, γιατί είναι αμαρτωλή”. Και αποκρίθηκε ο Ιησούς και είπε προς αυτόν: “Σίμωνα, έχω κάτι να σου πω”. Εκείνος του λέει: “Δάσκαλε, πες το”.  “Κάποιος δανειστής είχε δύο χρεοφειλέτες: ο ένας όφειλε πεντακόσια δηνάρια, και ο άλλος πενήντα.  Επειδή δεν είχαν να αποδώσουν το χρέοςτο χάρισε και στους δύο. Ποιος λοιπόν από αυτούς θα τον αγαπήσει περισσότερο;” 
Αποκρίθηκε ο Σίμωνας και είπε: “Υποθέτω, αυτός στον οποίο χάρισε τα περισσότερα”. Εκείνος είπε σ’ αυτόν: “Ορθά έκρινες”.  Και αφού στράφηκε προς τη γυναίκα, είπε στο Σίμωνα: “Βλέπεις αυτήν τη γυναίκα; Εισήλθα στην οικία σου, νερό δε μου έδωσες για τα πόδια. Αυτή, όμως, με τα δάκρυά της μου έβρεξε τα πόδια και με τα μαλλιά της τα σκούπισε. Φίλημα δε μου έδωσες. Αυτή, όμως, από τη στιγμή που εισήλθα δε σταμάτησε να μου καταφιλά τα πόδια.  Με λάδι το κεφάλι μου δεν το άλειψες. Αυτή, όμως, με μύρο άλειψε τα πόδια μου.  
Γι’ αυτό, σου λέω, έχουν αφεθεί οι αμαρτίες της οι πολλές, γιατί αγάπησε πολύ. σ’ όποιον όμως λίγο αφήνεται, λίγο αγαπά”. 
 Είπε τότε σ’ αυτήν: “Σου έχουν αφεθεί οι αμαρτίες”.  Και εκείνοι που κάθονταν μαζί του για να φάνε άρχισαν να λένε μεταξύ τους: “Ποιος είναι αυτός που αφήνει και αμαρτίες;” Είπε τότε προς τη γυναίκα: “Η πίστη σου σε έχει σώσει. πήγαινε με ειρήνη”.

Μεγάλη Εβδομάδα - Μεγάλη Τρίτη


Μεγάλη Τρίτη
 Τη Μ. Τρίτη όμως  θυμόμαστε τις  δύο παραβολές: των δέκα παρθένων και των ταλάντων (Ματθ. 25, 1-30). Η πρώτη ζητά να είμαστε ως πιστοί συνεχώς έτοιμοι έχοντας αναμμένες τις λαμπάδες της πίστης και της φιλανθρωπίας. Η δεύτερη μας θέλει εργατικούς, για να αυξήσουμε τα πνευματικά μας χαρίσματα.

 Η παραβολή των δέκα παρθένων
Tότε η βασιλεία των ουρανών θα μοιάσει με δέκα παρθένες, οι οποίες, αφού πήραν τα λυχνάρια τους, βγήκαν να προϋπαντήσουν το γαμπρό.
Όμως πέντε απ’ αυτές ήταν μυαλωμένες και οι πέντε άμυαλες.  Oι άμυαλες λοιπόν, ενώ πήραν τα λυχνάρια τους, δεν πήραν μαζί τους λάδι. Oι μυαλωμένες, όμως, πήραν λάδι στα δοχεία τους μαζί με τα λυχνάρια τους.  Kι επειδή ο γαμπρός αργούσε να έρθει, νύσταξαν όλες και κοιμόνταν. Kι εκεί στα μεσάνυχτα, ακούστηκε μια δυνατή φωνή:  Nάτος ο γαμπρός! Έρχεται! Bγείτε να τον προϋπαντήσετε!
Tότε σηκώθηκαν όλες εκείνες οι παρθένες και ετοίμασαν τα λυχνάρια τους.  Kαι οι άμυαλες είπαν στις μυαλωμένες: Δώστε μας από το λάδι σας, γιατί τα λυχνάρια μας σβήνουν.  Aλλ’ οι μυαλωμένες απάντησαν: Ίσως δε φτάσει και για μας και για σας. Γι’ αυτό πηγαίνετε καλύτερα σ’ αυτούς που πουλάνε και αγοράστε για σας. Mα καθώς εκείνες πήγαιναν να αγοράσουν, ήρθε ο γαμπρός και οι έτοιμες μπήκαν μαζί του στους γάμους και η πόρτα έκλεισε. Έρχονται ύστερα και οι υπόλοιπες παρθένες λέγοντας: Kύριε, κύριε άνοιξέ μας.  Aλλ’ εκείνος αποκρίθηκε: Πραγματικά, σας λέω, δε σας γνωρίζω.  Nα είστε, λοιπόν έτοιμοι κάθε στιγμή, γιατί δεν ξέρετε την ημέρα ούτε την ώρα που έρχεται ο Υιός του Aνθρώπου.

Η παραβολή των ταλάντων
 Σαν έναν άνθρωπο, για παράδειγμα, που, επειδή έφευγε στα ξένα, κάλεσε τους δούλους του και τους παρέδωσε τα υπάρχοντά του.  Kαι στον έναν απ’ αυτούς έδωσε πέντε τάλαντα, στον άλλο δύο και στον άλλο ένα, στον καθένα ανάλογα με την ικανότητά του, κι αμέσως κατόπιν έφυγε. 
 Πήγε τότε εκείνος που πήρε τα πέντε τάλαντα κι εργάστηκε μ’ αυτά και κέρδισε άλλα πέντε τάλαντα. Tο ίδιο κι εκείνος που πήρε τα δύο, κέρδισε κι αυτός άλλα δύο.  Aλλ’ εκείνος που πήρε το ένα τάλαντο, πήγε, έσκαψε στη γη και έκρυψε το χρήμα του κυρίου του. 
 Ύστερα λοιπόν από πολύν καιρό, έρχεται ο κύριος των δούλων εκείνων και ζητά απόδοση λογαριασμού απ’ αυτούς.  Ήρθε τότε εκείνος που πήρε τα πέντε τάλαντα και του προσκόμισε άλλα πέντε τάλαντα, λέγοντας: Kύριε, πέντε τάλαντα μου παρέδωσες, ορίστε κέρδισα μ’ αυτά άλλα πέντε τάλαντα.  Tου απάντησε ο κύριός του: Eύγε, δούλε αγαθέ και πιστέ, στα λίγα στάθηκες πιστός, πάνω σε πολλά θα σε ορίσω υπεύθυνο. Mπες στη χαρά του κυρίου σου.  Ήρθε έπειτα κι εκείνος που πήρε τα δύο τάλαντα και είπε: Kύριε, δύο τάλαντα μου παρέδωσες, ορίστε κέρδισα μ’ αυτά άλλα δύο τάλαντα. Tου απάντησε ο κύριός του: Eύγε, δούλε αγαθέ και πιστέ, στα λίγα στάθηκες πιστός, πάνω σε πολλά θα σε ορίσω υπεύθυνο. Mπες στη χαρά του κυρίου σου. 

 Ήρθε κατόπιν κι εκείνος που είχε πάρει το ένα τάλαντο και είπε: Kύριε, επειδή, φοβήθηκα, πήγα κι έκρυψα το τάλαντό σου στη γη. Oρίστε, έχεις το δικό σου. Aποκρίθηκε τότε ο κύριός του και του είπε: Πονηρέ δούλε και φυγόπονε! Tο ήξερες ότι θερίζω εκεί όπου δεν έσπειρα και συνάζω από εκεί όπου δε σκόρπισα.  Όφειλες, επομένως, να βάλεις το χρήμα μου σε τράπεζα, κι εγώ σαν ερχόμουν θα έπαιρνα μαζί με το κεφάλαιό μου και τόκο.
  Πάρτε, λοιπόν, το τάλαντο απ’ αυτόν και δώστε το σ’ εκείνον που έχει τα δέκα  τάλαντα. Γιατί στον καθένα που έχει, θα δοθεί και θα έχει περίσσευμα, ενώ από εκείνον που δεν έχει, θα αφαιρεθεί κι εκείνο που έχει.
 Kαι τον ανάξιο δούλο ρίξτε τον έξω, στο πιο απόμακρο και βαθύ σκοτάδι, εκεί που είναι τα κλάματα και το τρίξιμο των δοντιών

Παρασκευή 26 Απριλίου 2013

Μεγάλη Εβδομάδα - M. Δευτέρα


Μεγάλη Δευτέρα

 H  Μεγάλη Δευτέρα είναι αφιερωμένη στη μνήμη του  "Πάγκαλου" Ιωσήφ,(όμορφος στο σώμα και την ψυχή) του γιου του Ιακώβ, και στην άκαρπη συκιά, που την καταράστηκε ο Χριστός και ξεράθηκε μ' ένα του λόγο.

        
 Ο Ιωσήφ ήταν ο μικρότερος υιός του Ιακώβ, τον οποίο ζήλευαν τα αδέρφια του εξαιτίας  της ενάρετης ζωής του αλλά και της αδυναμίας που του είχε ο Ιακώβ.

Έτσι , κάποια στιγμή αποφάσισαν να τον σκοτώσουν. Όμως μετάνιωσαν και τον πούλησαν σε κάτι εμπόρους.

Και ο Ιωσήφ κατέληξε σκλάβος του φαραώ της Αιγύπτου Πετεφρή. στον αρχιμάγειρα του . Στην Αίγυπτο ο  Ιωσήφ αφού δεν ενέδωσε στις ερωτικές επιθυμίες της συζύγου του Πετεφρή, συκοφαντήθηκε από την ίδια και ο Φαραώ τον φυλάκισε.
Κάποτε όμως ο Φαραώ είδε ένα παράξενο όνειρο και ζήτησε έναν ερμηνευτή. Ο Ιωσήφ ερμήνευσε ότι θα έλθουν στη χώρα επτά χρόνια ευφορίας και επτά ακαρπίας και λιμού. Ο Φαραώ ευχαριστημένος και ενθουσιασμένος από τη σοφία του, έδωσε στον Ιωσήφ αξιώματα.
Ο Ιωσήφ διαχειρίσθηκε άριστα την εξουσία και φρόντισε στα δύσκολα χρόνια του λιμού τον λαό.
Στα πρόθυρα του λιμού τα αδέρφια του που του είχαν συμπεριφερθεί με τέτοια κακία φανερώθηκαν μπροστά του ζητώντας βοήθεια. Εκείνος όχι μόνο δεν τους κρατούσε κακία, αλλά αντιθέτως τους συγχώρεσε και τα προσκάλεσε μόνιμα στην Αίγυπτο  μαζί με τους γονείς του.
Ο Ιωσήφ προεικονίζει με την περιπέτειά του (που πουλήθηκε σκλάβος στην Αίγυπτο) τον ίδιο τον Χριστό και το πάθος Του.


Η άκαρπη συκιά

 Και την επόμενη ημέρα, αφού εξήλθαν αυτοί από τη Βηθανία, πείνασε. Και όταν είδε μια συκιά από μακριά που είχε φύλλα, ήρθε κοντά της μήπως κάτι βρει σ’ αυτήν, αλλά όταν ήρθε σ’ αυτήν, τίποτα δε βρήκε παρά μόνο φύλλα. Και απευθύνθηκε σ’ αυτήν και της είπε: “Ποτέ πια στον αιώνα από εσένα κανείς να μη φάει καρπό”. Και άκουγαν οι μαθητές του.
Η  συκιά συμβολίζει τη συναγωγή των Εβραίων, που ήταν άκαρπη από καλά έργα. 

Πέμπτη 25 Απριλίου 2013

Τετάρτη 24 Απριλίου 2013

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ


Η συγκλονιστική ιστορία του Ιησού Χριστού όπως ακριβώς ειπώθηκε από τον Ιωάννη στο πιο αγαπημένο αλλά λιγότερο κατανοητό Ευαγγέλιο. Η ταινία είναι λέξη προς λέξη το ευαγγέλιο του Ιωάννη χωρίς καμία απολύτως προσθήκη στο σενάριο.





Χρυσόστομος Α. Σταμούλης, Τα τραγούδια στη θεολογία του Νίκου Ματσούκα


«Είχε μπει, θαρρώ, ένας γκρίζος και παγερός Νοέμβρης χιόνιζε κρυσταλλωμένο χιόνι. Μια βραδιά από δίπλα ακούσαμε ένα μονότονο τραγούδι με αργή και συρτή φωνή. Έπειτα ακούστηκαν ρυθμικοί χτύποι, σαν κάποιος να χτυπούσε με το χέρι ένα πιάτο ή ένα ταψί. Κι έπειτα ρυθμικά βήματα χορού. Τραγούδι, χτύποι και χορός μια άρχιζαν και μια σταματούσαν. Κι αυτό κράτησε ως τα βαθιά μεσάνυχτα. Ο ένας κοίταζε τον άλλο με ζωηρά απορημένα μάτια. Αλλά πρωί πρωί η χοντρούλα γειτόνισσα, που μας είχε ανακοινώσει τον πόλεμο των Γερμανών, μπήκε στην κουζίνα μας σαν αέρας. Μας είπε πνιχτά πως η Αννούλα πέθανε βαθιά χαράματα, κι οι δικοί της πριν πεθάνει τραγούδησαν και χόρεψαν, όπως το ’θελε η ίδια. Μετά είπε το ‘Θεός σχωρέστην’, κι έκανε ελαφρά δακρυσμένη το σταυρό της, λιγάκι ωστόσο χαμογελώντας θλιμμένα, και πρόσθεσε πως ο άνθρωπος δεν είναι τίποτα. Κανένας δεν έλεγε κουβέντα. Το δικό μου το μυαλό σφηνώθηκε στο τραγούδι και στο χορό της περασμένης νύχτας. Δεν μπορούσα να δώσω μια εξήγηση. Εντούτοις ήμουνα πάντοτε έτοιμος να δεχτώ πως στο θάνατο συμβαίνουν ολότελα περίεργα πράγματα. (Αργότερα τι μπορούσαν να μου πουν οι κατοπινές σοφίες που διάβαζα για το μοιρολόγι;)».[1]
Κυρίες και κύριοι, έρχομαι σήμερα ενώπιόν σας, για να ταξιδέψουμε μαζί το ταξίδι της θεολογικής ποιητικής του Νίκου Ματσούκα. Πρόκειται για  ταξίδι ζώσας μνήμης, δηλαδή α-λήθειας, έρωτος και μοναχικής κοινωνίας. Ο Νίκος Ματσούκας, πάντοτε αμφιλαφής και προκλητικά ειλικρινής, κινήθηκε και συνεχίζει με την πρώτη του ένταση να κινείται, ως επί το πλείστον, σε δρόμους που άλλοι δεν τόλμησαν, δεν θέλησαν ή δεν μπόρεσαν να διαβούν. Σε πολλές περιπτώσεις, που σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα κινδύνεψαν να γίνουν κανόνας, η θεολογία του Ματσούκα θεωρήθηκε ως  «μωρία», ως «τρέλα»,  ως «παράλογο». Όχι σπάνια κατηγορήθηκε για έλλειψη πραγματικής θεολογίας, για φιλοσοφικές στρεβλώσεις ή φωτισμούς του ορθοδόξου δόγματος και λογοτεχνικές αποκλίσεις. Έχω την αίσθηση, από την εικοσάχρονη πλέον μαθητεία μου στο έργο και τον τρόπο του φωτισμένου δασκάλου, ότι ο Νίκος Ματσούκας είναι αυτό που είναι, ο οικουμενικός δάσκαλος της σύγχρονης Ορθόδοξης θεολογίας, εξαιτίας των «λεγομένων» ελλείψεων , στρεβλώσεων  και αποκλίσεών του.
Κάποτε, κάποιος φίλος, αναφερόμενος στον Νίκο Ματσούκα,  μου είπε με αγανάχτηση, πως θεολογία δεν γίνεται με τα τραγούδια× τον κοίταξα απορημένος, δεν απάντησα, πικράθηκα και έφυγα. Για πολύ καιρό δεν μπορούσα να εξηγήσω στον εαυτό μου ή δεν μπορούσα να χωνέψω γιατί να γίνεται ζωή και θάνατος με τα τραγούδια και όχι θεολογία.
Θάταν αρχές του 1992, όταν ο καθηγητής Ματσούκας μου χάρισε ένα μικρό βιβλιαράκι του, με τίτλο Γλυκόπικρες ρίζες και υπότιτλο Μυθιστορηματική αυτοβιογραφία× από εκεί προέρχεται το απόσπασμα που πριν λίγο διάβασα. Εκεί βρίσκεται και η απάντηση στο ερώτημα του φίλου μου. Η πραγματική, η σαρκωμένη θεολογία, πέρα από ηθικισμούς, αντικειμενοποιήσεις και οποιεσδήποτε φοβίες, κινείται στα όρια της δοξολογικής αβεβαιότητας, της μετατροπής της καθημερινότητας σε αμεσότητα, της πραγματικής, ασκητικής κοινωνίας με τα πράγματα: «Φρόντιζα οι σκέψεις μου», σημειώνει ο Ματσούκας, «να βγαίνουν από τα ίδια τα πράγματα κι από τα βιώματά μου – και να μην είμαι ονειροπαρμένος…Πίστευα πως και οι στοχασμοί μπορούν – και μάλλον επιβάλλεται – να υποβληθούν σε ένα είδος πειραματικής επαλήθευσης, δοκιμαζόμενοι στο πλούσιο υλικό της ζωής. Ηθική, πολιτική, τέχνη και γνώση κρίνονται απ’ αυτό το υλικό»[2].
Από αυτό το υλικό της ζωής, λοιπόν, γεννήθηκε η λυτρωτική σχέση του Ματσούκα με το τραγούδι. Ένα τραγούδι που σφηνώθηκε στο μυαλό του, σαν το επιθανάτιο τραγούδι για την μικρή Αννούλα και έδειξε την κρυμμένη   σχέση του ανεξήγητου με το περίεργο.  Θάνατος, έρωτας, Χάρος, μάνα γη και ουρανός,[3] μυστήρια ακατανόητα και ταυτόχρονα τόσο φανερά, φωνάζουν την ύπαρξη του Θεού, ή όπως λέγει ο αγαπημένος του ξανθιώτη δασκάλου, ο Νίκος Γκάτσος,
«Μες στην ερημιά του κόσμου
ένα χέρι γράφει εντός μου:
κάπου υπάρχει Θεός.
Φίλοι σκύλοι μου μην κλαίτε
μες στη συμφορά να λέτε:
κάπου υπάρχει Θεός».[4]
Το τραγούδι έγινε από τα πρώτα χρόνια της ζωής του Ματσούκα η προσφιλής καταφυγή του, η προσφιλής του πατρίδα: «Όσες φορές», σημειώνει και πάλι στις Γλυκόπικρες Ρίζες, «τρύπωνε βασανιστικά ο έρωτας, τον απάλυνα με τα τραγούδια. Η μουσική αναμόχλευε και συνάμα καταλάγιαζε τα πάθη. Έτσι ένιωθα βαθιά λύτρωση. (Αργότερα έμαθα πως πάθη και σκέψεις δεν πρέπει να διώκονται ή να παραμερίζονται× απ’ αυτά τα ίδια οφείλουμε να μεταπλάσουμε τη ζωή μας). Ζούσα τον έρωτα στα τραγούδια. Οι μεταπολεμικοί γλεντζέδες της πόλης κάθε βράδι και προπαντός τα σαββατοκύριακα χαλούσαν τον κόσμο. Όλη τη νύχτα άκουγες τραγούδια στην ήσυχη πόλη, στους στενούς δρόμους και στα γραφικά σοκάκια…κι άκουγα ρεμπέτικα τραγούδια με τον κρυστάλλινο ήχο των μπουζουκιών…Τα ελαφρά τραγούδια, μολονότι μου ξυπνούσαν εκλεπτυσμένα αισθήματα του φωτεινού και ρομαντικού έρωτα, μπροστά στα ρεμπέτικα μου φαίνονταν νερόβραστα…τριγύριζα στα εξοχικά κέντρα και τα καφενεδάκια, πάντα απέξω βέβαια…Ζούσα έναν άλλο κόσμο και φιλοσοφούσα για τον έρωτα και το Χάρο».[5]
Έρωτας και Χάρος, λοιπόν, εντός ενός άλλου κόσμου, ενός άλλου τρόπου, δια του τραγουδιού, αδελφώνουν και δείχνουν το αναπότρεπτο μιας συνεχιζόμενης απορίας-πορείας, το τέλος της οποίας φαίνεται να είναι «η κρυμμένη και απρόσμενη ομορφιά του κόσμου και της ζωής».[6]
«Όπου κι αν πηγαίνουμε
μας συνοδεύει η μουσική
εφ’ όσον δεν γινήκαμε ακόμα όνειρα
και συνεπώς απορούμε»
σημειώνει ο ποιητής Σαραντάρης, και ο εισηγητής  του, ο άλλος κυρ Νίκος της μητέρας Θεσσαλονίκης, ο Γαβριήλ Πεντζίκης, σχολιάζει και αναρωτιέται:«Έτσι λέει το ποίημα. Τάχα σε κάποιο σημείο η μουσική και ο θάνατος σμίγουν, είναι το ίδιο πράγμα»;[7] Η απάντηση του Ματσούκα στο θέμα ξεκάθαρη και ρωμαλέα : «Ο Ντοστογιέφσκυ, θαρρώ», σημειώνει, «είπε την μεγάλη κουβέντα, ότι η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο. Και η ομορφιά δεν είναι απλώς και μόνο ένα αισθητικό επίτευγμα, αλλά ενέργεια και έργο που συνταιριάζει, ενώνει, ολοκληρώνει μια πραγματικότητα, η οποία αλλιώτικα κατακερματίζεται και πάει να διαλυθεί. Θα έλεγε κανείς ότι η αισθητική είναι μια διαρκής νίκη κατά του κατακερματισμού».[8]
Ε! λοιπόν, η απουσία μιας τέτοιας φιλόκαλης και ως τούτου ενωτικής αισθητικής, εκ μέρους μερικών θεολόγων και απλών πιστών,  «που δεν έχουν κατανοήσει σωστά τις βασικές προϋποθέσεις και το περιεχόμενο της ορθόδοξης θεολογίας»,[9] και συνεπώς  αδυνατούν να φτάσουν στην προσέγγιση των υψηλών αληθειών μέσα από την ποιητική και μυθική ματιά, αποτελεί τον καημό του Ματσούκα.  Αιτία μιας τέτοιας στάσης θεωρείται από τον ξανθιώτη ο ηθικισμός, ο πουριτανισμός  και άλλες «σχιζοφρενικές» τάσεις θεολογίας Ανατολής και Δύσης, οι οποίες αδυνατούν να κατανοήσουν ότι η θεολογία «προσλαμβάνεται, ανακοινώνεται, διατηρείται και προάγεται μέσω μύριων όσων μορφών τέχνης και κυρίως της ποίησης».[10] Ή, όπως αλλού σημειώνει, «ο πολιτισμός της Ορθοδοξίας δεν ξέρει διάσπαση ήθους και αισθητικής, γνώσης και πράξης, συμπεριφοράς και ομορφιάς», και συμπληρώνει «και τούτο ισχύει για όσους ζουν τούτο το πράγμα».[11]
Γι αυτό η ματιά του στρέφεται προς τους ανθρώπους της τέχνης, τους καλλιτέχνες, στους οποίους αναγνωρίζει ασκημένες αισθήσεις, που θυμίζουν τα «γεγυμνασμένα αισθητήρια» της Αγίας Γραφής και της πατερικής θεολογίας.[12]Φίλοι του, συνοδοιπόροι σε μια τέτοια πορεία, ο Χατζιδάκις, ο Γκάτσος, ο Θεοδωράκης, ο στρατηγός Μακρυγιάννης, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Παπαδιαμάντης, ο Διονύσιος Σολωμός, ο Καβάφης και άλλοι.
Συγκλονισμένος ο Ματσούκας, από το μυστήριο της ζωής και τον δοτήρα της Θεό, συναντά την αλήθεια των πραγμάτων στους ταπεινούς και καταφρονεμένους, στον μπαρμπα-Γιαννιό τον έρωντα, που πάντοτε μεθυσμένος περιφέρεται τραγουδώντας στο σοκάκι της γειτόνισσας,  στην αστεφάνωτη, τη Χριστίνα τη Δασκάλα, στον αυτοκτόνο Σακελλάριο και σε άλλους πολλούς, που εντάσσονται σε αυτήν τη χορεία των απεγνωσμένων και τσαλακωμένων, για να θυμηθούμε λιγάκι τον Ντίνο Χριστιανόπουλο και το μελοποιημένο από τον Μάνο Χατζιδάκι ποίημά του ενός λεπτού σιγή .[13]
Η θεολογία του Ματσούκα γίνεται μια μπαλάντα του περιθωρίου, ένα τραγούδι για τους αδικαίωτους, για όλους εκείνους που  επιβεβαιώνουν ότι ο χαρακτήρας της σωτηρίας είναι θεραπευτικός και εξάπαντος όχι  νομικός× δεν  πρόκειται για «τυπική και δικανική τακτοποίηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς», αλλά για «απολύτρωση, θεραπεία, απαθανατισμό, δοξασμό, εκλάμπρυνση, αποκατάσταση κάλλους».[14] «Θυμωμένος», στον τρίτο τόμο της Δογματικής του σημειώνει : «Κοντολογίς, ας το πάρουν απόφαση οι κάθε λογής ηθικολόγοι, φανεροί και μασκαρεμένοι× η εκκλησιαστική κοινωνία δεν είναι ηθικοπλαστικός οργανισμός× αποτελεί σώμα σωτηρίας. Τα μέλη αυτής της κοινωνίας δεν σώζονται για την επάρκειά τους, αλλά για την ανεπάρκειά τους».[15]
Μέσα από μια τέτοια ματιά, το «παράλογο», των τραγουδιών στη θεολογία του Ματσούκα, μοιάζει να βρίσκει τη σταυρωμένη λογικότητά του. Προηγούνται τα πράγματα και ακολουθεί η ποιητική περιγραφή τους. Συχνά, σε τέτοιες περιπτώσεις,  έρχεται στο μυαλό μου ο Θόρτον Ουάϊλντερ και το έργο του Η μικρή μας πόλη. Το ερώτημα της Έμιλυ, η απορία, για το εάν υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, που βλέπουν την ομορφιά των μικρών και καθημερινών πραγμάτων, ζητά συνεχώς απάντηση και αυτή δεν μπορεί παρά να είναι πάντα η ίδια : Οι άγιοι και οι ποιητές ίσως.



[1] Ν. Ματσούκας, Γλυκόπικρες ρίζες. Μυθιστορηματική αυτοβιογραφία, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 79-80.
[2] Ν. Ματσούκας, Γλυκόπικρες ρίζες. Μυθιστορηματική αυτοβιογραφία, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 188,189.
[3] Καιρό με απασχολούσε η μεγάλη αγάπη, η αδυναμία του Ματσούκα σε ένα τραγουδάκι που έφτιαξαν ο Χατζιδάκις με τον  Γκάτσο, το γνωστό:
«Ουρανέ
όχι δεν θα πω το ναι
ουρανέ
φίλε μακρινέ.

Πώς να δεχτώ
Άλλης αγκαλιάς τη στοργή
Πώς να δεχτώ
Μάνα μου είναι η γη»,
ώσπου ήλθε στα χέρια μου το τελευταίο και άκρως αποκαλυπτικό του έργο,Μισού αιώνα έργα και όνειρα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2003, όπου, στη σελίδα 40, σημειώνονται τα εξής όμορφα, που επιβεβαιώνουν για μια ακόμη φορά την κοινωνία του Ματσούκα με τα πρόσωπα και τα πράγματα, : «Πάντως ποτέ δεν θα ξεχάσω το θαλερό και προφητικό παράστημα του πατριάρχη Αθηναγόρα, σωστό κυπαρίσσι ριζωμένο σαν πρίνος! Θυμάμαι ότι, καθώς τέλειωσε ένα ζεστό και κυριολεκτικά συναρπαστικό λογύδριο, μας ρώτησε αγκαλιάζοντάς μας με κείνα τα χέρια του που έμοιαζαν να’ ναι θεόρατα: παιδιά μου από πού φεύγει συνήθως ο άνθρωπος; Εμείς φωνάζαμε, πότε ο ένας και πότε ο άλλος: από το Θεό, από την πίστη, από τον ουρανό, και άλλα τέτοια× όχι, όχι, παιδιά μου, ήταν η απάντηση× απομακρυνόμαστε συνήθως, χωρίς να το καταλάβουμε,  από τη μάνα γη. Κι όταν την εγκαταλείπουμε, χάνουμε τον ουρανό. Γιατί μάνα γη και ουρανός είναι παντρεμένοι». Ν. Ματσούκα, Μισού αιώνα έργα και όνειρα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 40.
[4] Ν. Ματσούκα, Πολιτισμός αύρας λεπτής, εκδ. «Το Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2000, σ. 380. Πρβλ.  Ν. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Γ. Ανακεφαλαίωση και Αγαθοτοπία. Έκθεση του οικουμενικού χαρακτήρα της χριστιανικής διδασκαλίας (Φ.Θ.Β. 34), εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1997, σ.67-68.
[5] Ν. Ματσούκας, Γλυκόπικρες ρίζες. Μυθιστορηματική αυτοβιογραφία, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 121,122.
[6] Ν. Ματσούκας, Γλυκόπικρες ρίζες. Μυθιστορηματική αυτοβιογραφία, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 195.
[7] Ν. Γ. Πεντζίκης, Το μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης, εκδ. Άγρα, Αθήνα 1992, σ. 85, 76.
[8] Ν. Ματσούκα, Πολιτισμός αύρας λεπτής, εκδ. «Το Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2000, σ. 378.
[9] Ν. Ματσούκα, Πολιτισμός αύρας λεπτής, εκδ. «Το Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2000, σ. 23.
[10] Ν. Ματσούκα, Πολιτισμός αύρας λεπτής, εκδ. «Το Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2000, σ. 378.
[11] Ν. Ματσούκα, Πολιτισμός αύρας λεπτής, εκδ. «Το Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2000, σ. 374.
[12] Ν. Ματσούκα, Πολιτισμός αύρας λεπτής, εκδ. «Το Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2000, σ. 371.
[13] Ν. Ματσούκα, Μισού αιώνα έργα και όνειρα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 419.
[14] Ν. Ματσούκα, Πολιτισμός αύρας λεπτής, εκδ. «Το Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2000, σ. 29.
[15] Ν. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Γ. Ανακεφαλαίωση και Αγαθοτοπία. Έκθεση του οικουμενικού χαρακτήρα της χριστιανικής διδασκαλίας(Φ.Θ.Β. 34), εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 305.
Μελέτη που δημοσιεύθηκε στον Τόμο, Χάρις και αντίδοσις ( Πρακτικά της τιμητικής ημερίδας στον καθηγητή Ν. Ματσούκα, έκδ. Ι.Μ.Αρκαλοχωρίου και Βιάννου, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 199-208)
Αναδημοσίευση από:https://antidosis.wordpress.com/

Τρίτη 23 Απριλίου 2013

Από το Πάθος στην Ανάσταση !


Ο Χριστός που είναι η Ανάσταση και η Ζωή, πορεύεται εκούσια προς το πάθος και τον θάνατο και μία μέρα, μόλις, μετά την εορτή της ανάστασης του Λαζάρου, εορτάζουμε την είσοδο του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα.
 Εισέρχεται ο Χριστός στα Ιεροσόλυμα, καθισμένος πάνω σε ένα γαϊδουράκι και επευφημούμενος από τον λαό. Οι άνθρωποι έστρωναν τα ρούχα τους στην οδό και κρατώντας τα βαϊα των φοινίκων υμνούσαν το νικητή του θανάτου λέγοντας: “Ωσαννά, ευλογημένος να είναι Εκείνος που έρχεται στο όνομα του Κυρίου”.
Η Μ. Εβδομάδα είναι για τους πιστούς συμπυκνωμένη περίοδος σκέψης και περισυλλογής. Αγγίζει τα βαθύτερα υπαρξιακά θέματα του πόνου, της δυστυχίας και του θανάτου.
 Τα Πάθη του Χριστού συμβολίζουν τα πάθη που περνάει στην ζωή του κάθε άνθρωπος. Δίνεται η ευκαιρία στον κάθε Χριστιανό να ρίξει μια διεισδυτική ματιά στον εσωτερικό του κόσμο, να αναλογισθεί την πορεία του, τις αξίες και τους στόχους του. Να ξαναδημιουργήσει το ατομικό του ψυχολογικό τοπίο, να αναγεννηθεί, να ανανεωθεί και να δώσει νέο νόημα στην ζωή του.
 Καλή Ανάσταση ψυχής να έχουμε αγαπητοί χριστιανοί, να γίνουμε ποιο καλοί από ότι είμαστε στην πραότητα , στην ελεημοσύνη ,στην καλοσύνη, να κάνουμε το θέλημα του Κυρίου μας που μας χάρισε την Ανάσταση αμήν . 

Επιμέλεια : Φωτογραφίας , κειμένου Φως Ιλαρόν .  
Αναδημοσίευση: http://fosilaron.blogspot.gr/

Ο Κύριος είναι η ελπίδα μας.




Βρισκόμαστε λίγες μέρες πριν τη Μεγάλη  Εβδομάδα, τα Πάθη του Κυρίου και την Ανάστασή του.
  H Ορθόδοξη Εκκλησία ως η αληθινή Εκκλησία που συνεχίζει τη διδασκαλία και εμπειρία του Χριστού, των Αποστόλων, των Πατέρων και Αγίων, τονίζει και γιορτάζει την Ανάσταση όσο καμιά άλλη ομολογία κι όσο καμιά άλλη γιορτή. Για σαράντα ημέρες ψάλλεται το «Χριστός Ανέστη», αλλά και  όλες οι Κυριακές του χρόνου είναι αφιερωμένες στην Ανάσταση του Κυρίου.

Ακούγεται τρελό, αλλά πάρα πολλοί Χριστιανοί διατηρούμε δυσπιστία για την Ανάσταση του Κυρίου.
  Εμείς  οι «Χριστιανοί»,   από τις διδασκαλίες και τις πράξεις του Χριστού επιλέγουμε εκείνες που κρίνονται  ως πιο «λογικές» και αυτές δεχόμαστε.  Ειδικότερα σήμερα,  θα διαπιστώσουμε πως οι περισσότεροι, έχοντας υιοθετήσει ως δόγμα ζωής μας το: «φάγωμεν και πίωμεν. Αύριον γαρ αποθνήσκομεν!»,  σκαλώνουμε  στην Ανάσταση του Χριστού.

Ταυτιζόμαστε  και ίσως να συγκινούμαστε με τα Πάθη του Κυρίου και κυρίως με τη Σταύρωσή του, όμως την Ανάσταση την παρακάμπτουμε.  Την  έχουμε μετατρέψει σε εθιμοτυπικό πανηγύρι, ευκαιρία γλεντιού και διασκέδασης. Λες και η προηγούμενη νηστεία, σκοπό είχε να ερεθίσει κι άλλο την υλική απόλαυση: το μεγάλο φαγοπότι του Πάσχα. 
Η Ανάσταση του Χριστού δεν χωράει στην αντίληψή μας και στις εμπειρίες μας.   Αν αποδεχθούμε  πως ένας  νεκρός  δεν τελειώνει οριστικά με το θάνατο, θα πρέπει να αναθεωρήσουμε παντελώς τη στάση ζωής μας, τον τρόπο σκέψης μας, τις συμπεριφορές μας.
Κάτι τέτοιο όμως είναι ανατρεπτικό.
Ανατρεπτική όμως δεν ήταν και η επίγεια ζωή του Χριστού; Αρνείται να λιθοβολήσει τη μοιχαλίδα , όσο κι αν δε συμφωνεί με τον τρόπο ζωής της, καταδέχεται να φάει και να συνομιλήσει με πόρνες και τελώνες, καταπατάει την αργία του Σαββάτου προκειμένου να ευεργετήσει τον άνθρωπο, καυτηριάζει τους υποκριτές για την επιδεικτική νηστεία τους, συγχωρεί και σώζει τον ληστή πάνω στον σταυρό…….

Ο Χριστός  αναστήθηκε για όλους τους ανθρώπους  και όπως λέει ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός:  «όσοι άνθρωποι ζουν με την προσδοκία της Ανάστασης και ποθούν να δουν το Θεό ‘πρόσωπο με πρόσωπο’, θα ζουν και θα χαίρονται το φως Του στη λαμπρότητα της βασιλείας του Θεού  στην αιωνιότητα».
Ο Κύριος θυσιάστηκε για χάρη μας. Θυσιάστηκε για να απαλλαγούμε από τη φοβερή εξουσία του θανάτου. Ο θάνατός του είναι δοξασμένος γιατί μας δώρισε την αθανασία και τη δόξα με την εκ νεκρών Ανάστασή του.
Χριστός Ανέστη εκ νεκρών Θανάτω θάνατον πατήσας
Και τοις εν τοις μνήμασι Ζωή χαρισάμενος.
Αυτή είναι η Χριστιανική πίστη σε μία μόνο φράση. Τίποτε άλλο. Τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο.
Η πίστη πως ο θάνατος είναι η προτελευταία πράξη της ζωής του ανθρώπου, ενώ η τελευταία του  πράξη είναι η ανάστασή του και η αρχή μιας αιώνιας  ζωής.
 Πιστεύουμε στην ανάσταση του Χριστού,  που διά του θανάτου κατάργησε το θάνατο και χάρισε ζωή σ’ όσους βρίσκονται μέσα στα μνήματα, σύμφωνα με το αναστάσιμο τροπάριο.
 Χωρίς αυτή την πίστη δεν έχει νόημα ύπαρξης ο Χριστιανισμός. Ο Απόστολος Παύλος γράφει: «Αν δεν αναστήθηκε ο Χριστός, το κήρυγμά μας είναι κενού περιεχομένου, αλλά και η πίστη σας είναι κενή».
Και συνεχίζει: « Ο Χριστός έχει αναστηθεί, κάνοντας την αρχή για την ανάσταση όλων των νεκρών» Γι’ αυτό τον ονομάζει «αρχή, πρωτότοκο εκ των νεκρών».   Ο Κύριος είναι η ελπίδα μας. 
Ακόμη και  το σύμβολο της  πίστεως μας («Πιστεύω»)  τελειώνει προβάλλοντας  την  αρχή  της  χριστιανικής πίστης:  «Προσδοκώ ανάσταση νεκρών και ζωήν του μέλλοντος  αιώνος».
Η Ανάσταση του Χριστού είναι το μεγαλύτερο γεγονός μέσα στην Ιστορία. Είναι αυτό που διαφοροποιεί τον Χριστιανισμό από οποιαδήποτε άλλη θρησκεία.