(Η παρέμβασή μου στη θεολογική διημερίδα του Παγκρητίου Συνδέσμου Θεολόγων που πραγματοποιήθηκε στην Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης στο Κολυμπάρι Χανίων - 22 και 23 Νοεμβρίου 2013)
Νομίζω ότι το πιο δύσκολο σημείο του μαθήματός μας είναι όταν τα φώτα της σκηνής σβήσουν και κατέβουμε από το σανίδι. Εκεί όταν πλέον δεν είμαστε ο κύριος καθηγητής και η κυρία καθηγήτρια, αλλά ο Γιάννης, η Μαρία, ο Παναγιώτης. Τότε είναι η ώρα της κρίσης μας. Με αυτό το σκεπτικό θέλω να αντιμετωπίσετε όσα θα ακούσετε από εδώ και στο εξής: Μιλάμε στον ενικό και με τα μικρά μας ονόματα. Προς Θεού, δεν θέλω να διδάξω ή να υποδείξω. Μια μορφή ατομικής ψυχοθεραπείας και αυτοκριτικής θέλω να κάνω και βρήκα την ευκαιρία. Γι’ αυτό θα προσπαθήσω να μην είμαι ευχάριστος, αλλά χρήσιμος.
Μοιάζει οξύμωρο να μιλάμε για το ζητούμενο της ελευθερίας σε μια θεολογική διημερίδα. Ζητούμενο; Για ποιους; Για εμάς; Για εμάς που τη διδάσκουμε; Που πάνω σε αυτή στηρίζουμε τα πάντα; Που είμαστε διάπυροι κήρυκες της ελευθερίας του Χριστού στους μαθητές μας; Που εκεί στη διδασκαλία των άλλων θρησκειών στη Β΄ Λυκείου το έχουμε κρυφό καμάρι που ο Χριστιανισμός είναι τόσο ανεκτική και ελεύθερη θρησκεία σε σχέση με τις άλλες; Που κάποιες φορές το κρυφό καμάρι γίνεται φανερό και λέμε στους μαθητές μας «είδατε τι καλοί και ελεύθεροι που είμαστε»; Και εννοούμε «μην τολμήσει κανείς και αμφισβητήσει αυτά που λέω γιατί αλίμονό του»….
Θεωρώ ότι οι δυο μεγαλύτεροι μπελάδες της ελευθερίας στο μάθημά μας είναι από τη μια η απεμπόληση του θεολογικού του χαρακτήρα και από την άλλη η αντίληψη του ρόλου μας ως εκπροσώπων του Χριστού επί της γης. Από τη μια το «αίτημα» για μετατροπή του μαθήματος σε άνευρη κοινωνιολογία και χλιαρή θρησκειολογία και από την άλλη το αρμάτωμα για να πάμε να κονταροχτυπηθούμε λυσσαλέα με τα οργανωμένα σχέδια του εξαποδώ που πολεμούν την πίστη μας.
Για τον πρώτο μπελά έχω να πω ένα σχόλιο για ένα σημείο που θεωρώ το πιο σημαντικό. Ως θεολόγος έχω βαρεθεί να ακούω και να διαβάζω περί του «κατηχητικού» χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών. Μια καραμέλα που αναδεύεται στα χείλη και χοροπηδά στα γραπτά όχι μόνο άσχετων με το μάθημα (…και με την εκπαίδευση συχνά) αλλά και συναδέλφων θεολόγων.
Όπως όλοι γνωρίζουμε, η κατήχηση είναι μια διαδικασία της εκκλησιαστικής ζωής που περιλαμβάνει τη συστηματική ενημέρωση του ανθρώπου σχετικά με τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας και τη μύησή του στις αλήθειες της πίστης. Για να θεωρείται Χριστιανός οφείλει να αποδεχτεί ελεύθερα και με ειλικρίνεια το σύνολο (και όχι μέρος) της διδασκαλίας της Εκκλησίας, ως προσωπική του πίστη και ως το νόημα της ζωής του. Αυτή η κατήχηση μάλιστα και η ελεύθερη και πλήρης αποδοχή της είναι προαπαιτούμενα για το Βάπτισμα του ανθρώπου αυτού (σε παλαιότερες εποχές) και για τη συμμετοχή του στα μυστήρια της Εκκλησίας.
Ο κατατοπισμός και η ενημέρωση των μαθητών σχετικά με το Χριστό και την Εκκλησία, οι προβληματισμοί, τα ερωτήματα και οι προεκτάσεις που προκύπτουν στο σχολείο προφανώς και δεν έχουν κατηχητικό χαρακτήρα. Αντίθετα, θα μπορούσε κανείς να τα εντάξει στη θρησκειολογική διάσταση, στην πολιτισμική διάσταση, στη βιβλική διάσταση και στο γνωστικό περιεχόμενο του μαθήματος. Κατηχητικό χαρακτήρα θα είχαν, εάν υπήρχε η ανάγκη, το προαπαιτούμενο και η - έμμεση ή άμεση - απαίτηση να αποδεχθούν οι μαθητές ως αδιατάρακτη πίστη ό,τι προκύπτει. Χωρίς αμφιβολίες, χωρίς αντιρρήσεις. Και ρωτάω: Αυτή είναι η κατάσταση στα σχολεία; Έτσι κάνουμε το μάθημά μας οι θεολόγοι; Έχει ρωτήσει κανείς από εσάς κάποιον από τους μαθητές του εάν πιστεύει στο Χριστό ή εάν συμμετέχει στα μυστήρια της Εκκλησίας και ανάλογα με την απάντησή του να τον βαθμολογήσει;
Οι μαθητές – και ειδικά του Λυκείου – δεν έρχονται στο σχολείο για να κατηχηθούν. Ούτε και είναι αυτός ο σκοπός του σχολείου. Στις σχολικές τάξεις συναντάς - κατά πλειοψηφία – μαθητές που είναι είτε μπερδεμένοι πάνω στο ζήτημα της θρησκείας, είτε αρνητικοί προς τη θρησκεία από πράγματα που ακούνε, βλέπουν και ζούν. Λίγα είναι τα παιδιά που έχουν ξεκάθαρη, νηφάλια και πραγματικά ορθόδοξη προσέγγιση του γεγονότος της Εκκλησίας. Τα περισσότερα ταυτίζουν την Εκκλησία με το ιερατείο και θεωρούν το Θεό είτε ως απόμακρη ανωτέρα δύναμη είτε ως φόβητρο είτε ως αναμένοντα την εξαγορά Του. Ανακατεύουν την πίστη με δεισιδαιμονίες, προλήψεις, θρησκευτικές προκαταλήψεις και θεολογικώς απαράδεκτα στερεότυπα. Όλος αυτός ο ορυμαγδός σε συνδυασμό με την εφηβική αμφισβήτηση, αγανάκτηση και αναζήτηση, καθώς και με τους γενικότερους νεανικούς και ευαίσθητους υπαρξιακούς προβληματισμούς δημιουργούν μία δύσκολη κατάσταση. Όποιος έχει καταφέρει να κάνει κατήχηση να έρθει να μάς το πει κι εμάς να δούμε πώς γίνεται.
Οι μαθητές θέλουν – και συχνά οι αλλόθρησκοι πολύ περισσότερο, είτε αρέσει σε μερικούς είτε όχι – να τους πεις πέντε σταράτες κουβέντες για το Χριστό, την Εκκλησία και τη σύγχρονη ζωή. Θέλουν να προβληματιστούν, να συζητήσουν, να διαφωνήσουν, να το ψάξουν. Και θέλουν το θεολόγο τους εκεί. Μαζί τους και ζωντανό. Γνήσιο και αληθινό. Με θέσεις και απόψεις. Πολλές φορές και ως σάκο του μποξ. Κάποιοι θα τον απορρίψουν, κάποιοι θα τον γουστάρουν. Κάποιους θα εμπνεύσει, κάποιους όχι.
Προσωπικά, δεν δέχομαι ο κάθε αγκυλωμένος στη σιδηρά ιδεολογία του να μου κραδαίνει το δάχτυλο για ηθικισμό, συντηρητισμό και ανελευθερία. Ακριβώς και επειδή και όταν το μάθημα των Θρησκευτικών έχει θεολογικό χαρακτήρα είναι ελεύθερο. Και αγαπητό και ενδιαφέρον για τους μαθητές.
Για όσους έχουν ιδέα από τάξη και ακόμη θυμούνται τη μυρωδιά της κιμωλίας δεν λέω τίποτε σοφό ή αξιοπερίεργο. Για τους άλλους δεν θα μπορέσουμε, όπως τραγουδούν και οι αδελφοί Κατσιμίχα.
Ο άλλος μπελάς είναι πιο πολύ εντός των τειχών. Και είναι ένας από τους μεγαλύτερους εφιάλτες στο θεολογικό μας κόσμο. Και για τις μεταξύ μας σχέσεις, αλλά και για τη μαρτυρία μας στα σχολεία. Ξεκινώντας από το δεύτερο, νομίζω ότι το "υμείς επ' ελευθερία εκλήθητε" ορισμένοι από εμάς το έχουμε αλλάξει σε "υμείς επ' ελευθερία εκλείσθητε". Και φυλακίζουμε τους μαθητές μας, αφού πρώτα κλείσαμε το δικό μας είναι. Δεν συγ-χωρούμε πλέον γιατί δεν ταιριάζουμε. Κι αυτοί δραπετεύουν και «αποδημούν εις χώραν μακράν» κι εμείς αυτοδικαιωνόμαστε. Θεωρούμε ιερό χρέος μας να ταμπουρωθούμε και να υπερασπιστούμε με νύχια και με δόντια το ύψωμα, έστω κι αν θυσιαστεί κάτι. Ας είναι και η ελευθερία της γνώμης, ας είναι και το μαθητικό δικαίωμα της αμφισβήτησης. Το χειρότερο είναι ότι νομίζουμε πως επιτελέσαμε το θεολογικό μας καθήκον, ότι μας «απόκειται ο της ορθοδοξαμυντορίας στέφανος». Θα σοκαριστούμε εάν κάποια φορά αντιληφθούμε ότι ματώσαμε για θρησκόληπτα φληναφήματα, για αμφίβολες διηγήσεις και για δήθεν θαύματα, για θεωρίες συνωμοσίας, για αστήρικτα ιδεολογήματα. Άνθρακες ο θησαυρός. Για μια Ελένη; Για ένα αδειανό πουκάμισο; Συχνά για μια παρεξήγηση: άλλο πράγμα είναι η σταθερότητα της πίστης και της ζωής και η μαρτυρία μας σε έναν κόσμο με politically correct ουδετερότητα από το σκληρό και άκαμπτο πρόσωπο του κριτή της οικουμένης.
Για τις μεταξύ μας σχέσεις ζητώ συγγνώμη, αλλά θα το πω ακριβώς όπως το αισθάνομαι. Ο θεολόγος καθηγητής δεν μπορεί να ταυτίζεται με τον ανώνυμο θρησκόληπτο blogger, ο οποίος διεκδικεί το κατ’ αυτόν ιερό δικαίωμα να τσαλαπατά όποιον θέλει με το πληκτρολόγιό του. Δεν μπορεί να συναγωνίζεται στα ίσια τον ζηλωτισμό μερίδας του Χριστιανισμού που ασθενεί, θεωρώντας ότι είναι η μόνη γνήσια. Η ικανοποίηση που βγαίνει μετά την κατατρόπωση των εχθρών της πίστης στο πρόσωπο των αντιφρονούντων μαθητών μας και των συναδέλφων μας δεν μπορεί να είναι θέλημα Θεού.
Στη διδακτική ενότητα με αριθμό 6 της Β΄ Λυκείου διδάσκουμε τους μαθητές μας για το Χριστό ως «σημείον αντιλεγόμενον». Τα ‘θελε και τα ‘παθε. Καλά του το είπε ο Μέγας Ιεροεξεταστής στο απόσπασμα από τον Ντοστογιέφσκι στο τέλος της διδακτικής ενότητας. Είχε στη διάθεσή του τους πειρασμούς του κύρους, του θαύματος και της εξουσίας και τους πέταξε πέρα μακριά. Για να μην υποτάξει.
Και η ελευθερία στο μάθημα των Θρησκευτικών είναι «σημείον αντιλεγόμενον». Με τρεις αντίστοιχους πειρασμούς να τη συνοδεύουν: Επί πίνακι, αντί πινακίου, στον πίνακα. Εύκολο πράγμα είναι η αποτομή της κεφαλής της επί πίνακι, ώστε να προσφερθεί ως αντίδωρο για το χορό μας γύρω από τη φωτιά, όταν χτυπούν τα τύμπανα του πολέμου εναντίον των εχθρών μας. Εύκολο πράγμα είναι η πώλησή της αντί πινακίου φακής, όπου φακή είναι η στέψη μας ως «προοδευτικών» και αρεστών. Το δύσκολο είναι εκεί στον πίνακα, με τους μαθητές μας, με την ψυχή τους και με την ψυχή μας. Να παλεύουμε με τις αντιξοότητες για να σωθούν τα αγαθά: η ελευθερία και η αγάπη. Να θυσιαζόμαστε για να μην τις θυσιάσουμε. Να τις διδάσκουμε, να τις ζούμε, να τις εμπνέουμε. Με την από κοινού με τους μαθητές μας ανάβαση για την κατάκτηση της πίσω πλευράς του λόφου. Ώστε εάν μετά από 10 χρόνια μας δουν τυχαία στο δρόμο ή στην καφετέρια να μας πουν: «Μπράβο ρε συ. Σε θυμάμαι. Με έμαθες να σκέφτομαι ελεύθερα, να πιστεύω ελεύθερα, να ζω…».
Ευχαριστώ πολύ.
Εξαιρετικές θέσεις και απόψεις του συναδέλφου Παναγιώτη Ασημακόπουλου: