Ἕνα μικρὸ παιδάκι μαραμένο ἀπὸ τὴν πείνα, μὲ πρησμένη χλωροπράσινη κοιλιά, ἦταν μπρούμυτα απλωμένο στὴ μέση τοῦ δρόμου, σκάλιζε μὲ τὰ νύχια του τὴ γῆς κι ἔτρωε χῶμα. Στάθηκε τρομαγμένος ὁ παπα-Γιάνναρος καὶ τὰ μάτια του βούρκωσαν. Ἔσκυψε, τὸ πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι.
— Σήκω ἀπάνω, παιδί μου, εἶπε· πεινᾶς;— Ὄχι, ἔφαγα.
Τί ἔφαγες;
Ἅπλωσε τὸ χεράκι του, τοῦ ἔδειξε τὸ χῶμα.
— Χῶμα.
Ἀνακυκλώθηκε τὸ αἷμα τοῦ παπα-Γιάνναρου, μούγκρισε σιγά, σὰ νὰ τὸν ἔσφαζαν.
«Ἄτιμος εἶναι ὁ κόσμος ἐτοῦτος», συλλογίστηκε, «ἄτιμος, ἄδικος. Θεέ μου, πῶς τὸν κρατᾶς στὴν ἀγκαλιά σου καὶ δὲν τὸν τινάζεις κάτω νὰ γίνει χίλια κομμάτια· νὰ ξαναγίνει λάσπη καὶ νὰ πλάσεις καινούριο κόσμο καλύτερο; Δὲν εἶσαι πολυέσπλαχνος, δὲν εἶσαι παντοδύναμος; Δὲ βλέπεις τὸ παιδὶ ἐτοῦτο ποὺ πεινάει καὶ τρώει χῶμα;»
Ἔσκυψε ντροπιασμένος τὸ κεφάλι, πῆρε δρόμο.
— Ἐγὼ φταίω, ἐγώ, μουρμούριζε, ἐμεῖς φταῖμε, οἱ ἀνθρῶποι, καὶ τρώει τὸ παιδὶ ἐτοῦτο χῶμα, ὄχι, δὲ φταῖς ἐσύ, Χριστέ μου, ἥμαρτον!
«Τὰ τραπέζια εἶναι στρωμένα», εἶπαν, «πᾶμε νὰ φᾶμε!»
Ἔφυγαν, κι ἀπόμειναν ὁλομόναχοι ὁ χλωμὸς ἄντρας μὲ τὸ παιδάκι του.
«Πᾶμε σπίτι, μπαμπάκα», παρακαλοῦσε τὸ παιδί.
«Γιατί, παιδί μου; τί νὰ κάμουμε;»
«Πεινῶ· πᾶμε σπίτι νὰ φᾶμε!»
«Ναί, ναί... Μὰ ἄκουσε, Δαβάκι μου· δὲν ἔχουμε στὸ σπίτι τίποτα νὰ φᾶμε.»
«Ἕνα κομμάτι ψωμάκι.»
«Μήτε ψίχουλο, Δαβάκι μου.»
Τὸ παιδὶ σώπασε. Ὁ πατέρας του τοῦ χάδεψε τὸ κεφάλι, ἔσκυψε.
«Δαβάκι, ξέρεις τί γιορτὴ εἶναι σήμερα;»
«Ναί.»
«Γιά πές μου, Δαβάκι μου, τί κάμαμε σήμερα;»
«Προσευχηθήκαμε, πατέρα.»
«Ναί, κι ὁ Θεός, βλογημένο τ’ ὄνομά του, τί ἔκαμε;»
«Μᾶς συχώρεσε τὶς ἁμαρτίες μας.»
«Λοιπόν, Δαβάκι μου, ἀφοῦ ὁ Θεὸς μᾶς συχώρεσε τὶς ἁμαρτίες μας, πρέπει νά ’μαστε χαρούμενοι, ἔ;»
Τὸ παιδάκι σώπαινε.
«Θυμᾶσαι, Δαβάκι μου, πέρυσι ποὺ ζοῦσε ἡ μαμά σου, τραγουδούσαμε τότε στὸ τραπέζι μιὰν καινούρια μελωδία, ἕνα τραγουδάκι – τὸ θυμᾶσαι;»
«Ὄχι.»
«Νὰ σοῦ τὸ θυμίσω ἐγὼ τώρα. Μὰ τραγούδα κι ἐσὺ μαζί μου...»
Κι ὁ ἄντρας ἄρχισε μὲ σπαραχτικιὰ φωνὴ νὰ τραγουδάει μιὰ μελωδία. Μιὰ θλιμμένη, ἀπελπισμένη μελωδία ποὺ ξέσκιζε τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ τὸ παιδὶ τραγουδοῦσε κι αὐτὸ μαζί του κι ἔκλαιε.
Ὁ παπα-Γιάνναρος σφούγγιξε τὰ μάτια του μὲ ἀγανάχτηση. Κοίταξε γύρα του μήπως τὸν εἶδε κανένας. Κρατήθηκε· μὰ ἡ μελωδία ἐτούτη σήμερα ἀκόμα, ὕστερα ἀπὸ τόσα χρόνια, τοῦ ξέσκιζε τὴν καρδιά του. Σὰ νά ’σπαζε ἡ φτενὴ κρούστα ποὺ σκεπάζει τὰ σπλάχνα τοῦ ἀνθρώπου, καμωμένη ἀπὸ τὶς καθημερινὲς ἔγνοιες καὶ τὶς βολικὲς ἀναντρίες καὶ τινάζουνταν, λευτερωμένη, ἡ πλανταμένη ἐτούτη μελωδία, ἀβάσταχτη. Ὅ,τι φοβερὸ ψυχανεμίζουνταν μέσα του, στὰ ὑπόγεια τοῦ σπλάχνου του, καὶ δὲν τολμοῦσε νὰ τὸ βγάλει στὸ φῶς καὶ νὰ τὸ δεῖ, ἡ μελωδία ἐτούτη τὸ λευτέρωσε, κι ὁ παπα-Γιάνναρος κοίταζε τὰ σωθικά του καὶ τὰ σωθικὰ τοῦ κόσμου μὲ φρίκη."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου