Η έννοια του προσώπου αποτελεί έναν από τους θεμελιώδεις πυλώνες της Ορθόδοξης Χριστιανικής θεολογίας και ανθρωπολογίας.
Στο
σημερινό μάθημα, θα εξετάσουμε πώς η Ορθόδοξη Παράδοση αντιλαμβάνεται τον άνθρωπο όχι απλώς ως άτομο, αλλά ως
πρόσωπο πλασμένο «κατ’ εικόνα Θεού».
Η διάκριση μεταξύ «ατόμου» και «προσώπου»
είναι κρίσιμη: ενώ το άτομο αυτονομείται και περιορίζεται στη βιολογική του
ύπαρξη, το πρόσωπο καλείται σε ελευθερία, σχέση και αγάπη.
Η θεολογική κατανόηση του ανθρώπινου προσώπου δεν είναι αφηρημένη. Βασίζεται στην εμπειρία της Εκκλησίας, στη
βιβλική παράδοση και στη διδασκαλία των Πατέρων, όπως του Μεγάλου Βασιλείου,
του Γρηγορίου του Θεολόγου και του Γρηγορίου Νύσσης.
Για αυτούς, ο άνθρωπος, ως εικόνα του Θεού, έχει προορισμό να φθάσει στο
«καθ’ ομοίωσιν», δηλαδή να γίνει κατά χάριν θεός, να ζήσει σε προσωπική σχέση
με τον Δημιουργό του και με τον συνάνθρωπό του.
Η πτώση, όπως
περιγράφεται στο βιβλίο της Γενέσεως, δεν είναι απλώς μια ηθική παράβαση αλλά
και μία υπαρξιακή απομάκρυνση του ανθρώπου από τον Θεό, τον εαυτό του και τους
άλλους.
Ο άνθρωπος
αρχίζει να φορά προσωπείο – να κρύβεται
πίσω από ρόλους, φόβους και δικαιολογίες, χάνοντας τη δυνατότητα γνήσιας
κοινωνίας.
Στο σύγχρονο
μετανεωτερικό κόσμο, όπου το πρόσωπο συχνά αντικαθίσταται από το προσωπείο, η Ορθόδοξη
θεώρηση προσφέρει μια πρόταση ζωής. Μια πρόταση που βασίζεται στη σχέση, την
ελευθερία, την υπευθυνότητα και την αγάπη, προτείνοντας την επιστροφή στην αυθεντικότητα του προσώπου.
Στο σημερινό
μάθημα, θα
αναλύσουμε αυτήν τη βαθιά θεολογική και ανθρωπολογική διάσταση του προσώπου,
προσπαθώντας να κατανοήσουμε τι σημαίνει να είμαστε
πρόσωπα και όχι απλώς άτομα.