Η πατερική
θεολογία κάνει λόγο για τον παράδεισο ως
τον τόπο της βασιλείας του Θεού.
Δεν
υπάρχουν κτιστοί και περιορισμένοι χώροι ως παράδεισος και κόλαση. Παράδεισος
και κόλαση είναι καταστάσεις και σχέσεις προς τον ζωοδότη Θεό.
Η
κολασμένη ζωή δεν είναι μια ιδιαίτερη κατάσταση που την επιβάλλει βάσει ενός
νόμου ο Θεός, και μάλιστα σε μια φυλακή κτιστών βασάνων.
Ο Θεός,
κατά τον Μάξιμο Ομολογητή, λόγου χάρη, αγκαλιάζει
αγαθούς και πονηρούς. Οι δεύτεροι δεν μπορούν να τον δουν στη δόξα του, και τον
αισθάνονταιως τιμωρό και εχθρικό.
Είναι
φιλία η παραδείσια ζωή, ενώ η κόλαση είναι «αφιλία»
και ακοινωνησία, τόσο σε σχέση με τον Θεό όσο και σε σχέση με τους άλλους.
Συγκλονιστική είναι μια διήγηση στα
Αποφθέγματα του αββά Μακαρίου,
την οποία θα ζήλευαν σύγχρονοι υπαρξιστές φιλόσοφοι και διανοούμενοι.
Ο αββάς Μακάριος
χτυπάει με το μπαστούνι του, καθώς βαδίζει στην έρημο, το πεταμένο κρανίο ενός
αιρεσιάρχη.
Και αμέσως
η ψυχή του στην κόλαση αναγαλλιάζει, και αισθανόμενη την επαφή του αγίου τον παρακαλεί
για ανακούφιση.
Στην ερώτηση του αββά ποια είναι η κατάστασή
τους εκεί στην κόλαση, ο κολασμένος τού λέει πως το πρόσωπο του καθενός είναι
κολλημένο στη ράχη του άλλου, και δεν μπορεί κανένας να αντικρίσει τα πρόσωπα
των άλλων.
Τον παρακαλεί τελικά να προσευχηθεί, για να
μπορέσουν να δουν λιγάκι το πρόσωπο του διπλανού
τους.
Μην αφήνεις την πικρία να σε καταστρέψει. Δες πώς μπορείς να βρεις ειρήνη, ακόμη κι αν αυτός που σε πλήγωσε δεν ζήτησε ποτέ συγγνώμη.
Σε αυτό το βίντεο, θα εξερευνήσουμε ένα από τα πιο δύσκολα και επώδυνα διλήμματα: Πώς να συγχωρέσεις όταν ο άλλος δεν δείχνει καμία μεταμέλεια;
Μάθε γιατί η συγχώρεση δεν είναι μια πράξη για τον άλλον, αλλά για εσένα, και πώς μπορεί να σε ελευθερώσει από τον πόνο, τον θυμό και το βάρος της πικρίας που κουβαλάς.
Θα εμβαθύνουμε στη σοφία των Αγίων Πατέρων της Ορθοδοξίας, όπως του Αγίου Παϊσίου και του Αγίου Πορφυρίου, και θα δούμε τι έλεγαν για την πιο δύσκολη απόφαση της ζωής.
«Υπάρχουν
παραδόσεις που δεν έχουν σχέση πάντοτε με το γνήσιο πνεύμα του Χριστιανισμού,
όπως αυτό εκφράστηκε από την Αγία Γραφή, τις Οικουμενικές Συνόδους και την ομόφωνη άποψη
των Πατέρων της Εκκλησίας.
Πρόκειται
για τις επιμέρους “παραδόσεις”, που δεν είναι πάντοτε παραδόσεις της Εκκλησίας,
έστω και αν συνδέονται με γεγονότα της ζωής της Εκκλησίας, ή για λαϊκές
παραδόσεις με παγανιστικά και λαϊκά στοιχεία που έχουν ζυμωθεί με τη
θρησκευτική ζωή και είναι δύσκολο να διακρίνει ο απλός πιστός μέχρι πού οι
παραδόσεις αυτές είναι γνήσιες παραδόσεις της Εκκλησίας.
Αυτές
και κριτική και αλλαγή επιδέχονται, στο βαθμό που δεν εκφράζουν τη γνήσια
Παράδοση της Εκκλησίας. Σε αντίθετη περίπτωση έχουμε μια απλή «συντήρηση» ενός
παρελθόντος που παύει να είναι ζωογόνος αλήθεια.
Επίσης,
υπάρχουν οι παραδόσεις των ανθρώπων ή τοπικές παραδόσεις, όπως συμβαίνει σε
τοπικές Εκκλησίες ή σε χώρες όπου αναπτύσσεται η ιεραποστολή, όπου τα τοπικά
έθιμα και οι τοπικοί παραδοσιακοί τρόποι έκφρασης παραμένουν στη ζωή της
τοπικής Εκκλησίας και η λατρευτική ζωή επίσης ακολουθεί άλλη πορεία σύμφωνη με
τις τοπικές παραδόσεις».
Εκκλησία και λαϊκά
έθιμα
«Υπάρχει, ωστόσο, και μια άλλη κατηγορία λαϊκών λατρευτικών εθίμων, τα
οποία σχετίζονται μεν κατά κάποιο εξωτερικό τρόπο με την λειτουργική ζωή της
Εκκλησίας, πρόκειται όμως ουσιαστικά για μαγικού τύπου τελετές
και αντιλήψεις, ή δεισιδαίμονες συμπεριφορές και προλήψεις, πού πόρρω απέχουν
από την αληθινή πίστη και το αυθεντικό λειτουργικό ήθος της Εκκλησίας.
Εκτός των ανωτέρω, κατά το παρελθόν
παρατηρήθηκαν και πολλές άλλες περιπτώσεις αναμείξεως χριστιανικών και
ειδωλολατρικών λατρευτικών στοιχείων, οι οποίες, δυστυχώς, παρά την άνοδο του
μορφωτικού επιπέδου του λαού και την υπό της Εκκλησίας καταβληθείσα κατηχητική
προσπάθεια, παραμένουν ως σήμερα ανεξάλειπτες.
Ανακεφαλαιώνοντας
θα μπορούσαμε να συνοψίσομε τη στάση της Ορθοδόξου Εκκλησίας έναντι των λαϊκών
εθίμων στις εξής τρεις βασικές αρχές: α) Απόλυτος σεβασμός και φροντίδα
συντήρησης και καλλιέργειας για τα έθιμα εκείνα, που συνηχούν προς το ορθόδοξο
δόγμα και το ορθόδοξο λειτουργικό ήθος.
β) Ποιμαντική
ανοχή και πνεύμα παιδαγωγικής αξιοποίησης προς εκείνα που δεν δημιουργούν
ιδιαίτερα πνευματικά προβλήματα, όπως παραδείγματος χάρη αυτά που αναφέρονται στην αγάπη προς τη φύση,
την προστασία του περιβάλλοντος και την καλώς νοούμενη ψυχαγωγία των ανθρώπων.
γ) Απερίφραστη
καταδίκη και συστηματική ποιμαντική προσπάθεια εξάλειψης των εθίμων εκείνων,
τόσο των παλαιών, όσο και των νεωτέρων, που έφερε η εκκοσμίκευση της λατρείας,
και τα οποία δεν εναρμονίζονται με το πνεύμα της αγίας Γραφής και των ιερών
κανόνων».
Γιατί, ποιο λιμάνι μπορεί να συγκριθεί με την Εκκλησία;
Ποιος παράδεισος μοιάζει προς τη δική σας σύναξη;
Εδώ δεν υπάρχει φίδι που σχεδιάζει το κακό, αλλά ο Χριστός που οδηγεί
στη μυστηριακή ζωή.
Δεν υπάρχει η Εύα που σε ρίχνει κάτω με τρικλοποδιά, αλλά η Εκκλησία
που ανορθώνει.
Δεν υπάρχουν εδώ φύλλα δέντρων, αλλά ο καρπός του αγίου Πνεύματος, δεν
υπάρχει εδώ φράχτης με αγκάθια, αλλά αμπέλι θαλερό.
Αν βρω ένα αγκάθι, το μετατρέπω σε ελιά∙ γιατί όσα υπάρχουν εδώ δεν
εμποδίζονται από τις φυσικές δυσκολίες αλλά έχουν τιμηθεί με την
ελευθερία της θελήσεως.
Αν βρω ένα λύκο, τον μεταβάλλω σε πρόβατο, χωρίς να του αλλάξω τη
φύση, αλλά μετατρέποντας τη θέληση.
Γι’ αυτό δε θα έκανε κανείς λάθος, αν έλεγε ότι η Εκκλησία έχει
μεγαλύτερη άξια από την κιβωτό.
Γιατί η κιβωτός έπαιρνε τα ζώα
και τα διατηρούσε, ενώ η Εκκλησία παίρνει τα ζώα και τα μεταβάλλει.
Ας χρησιμοποιήσω παραδείγματα.
Εκεί, στην κιβωτό, μπήκε γεράκι και βγήκε γεράκι∙ μπαίνει λύκος και βγαίνει
λύκος.
Εδώ (στην Εκκλησία) μπήκε
κάποιος γεράκι και βγαίνει περιστέρι∙ μπαίνει λύκος και βγαίνει πρόβατο∙
μπαίνει φίδι και βγαίνει αρνί, επειδή δεν αλλάζει η φύση, αλλά διώχνεται η
κακία.
Με τον όρο Παράδοση της Εκκλησίας εννοούμε την αδιάσπαστη συνέχεια της
πίστης της Εκκλησίας από την εποχή της επί γης παρουσίας του Χριστού, όπως
παραδόθηκε στους πρώτους μαθητές του και τους διαδόχους τους.
Η πίστη αυτή έχει ως αντικείμενο τον ίδιο το Χριστό και την εμπειρία της
ζωής και του κοσμοσωτήριου έργου Του. Αυτό είναι που οι μαθητές “άκουσαν και
είδαν με τα ίδια τους τα μάτια και τα χέρια τους ψηλάφησαν” (Α΄ Ιωάν. 1,1) και
που αποτελεί το χαρμόσυνο μήνυμα της σωτηρίας (Ευαγγέλιο).
Καθώς στο βασικό της μέρος η εμπειρία αυτή καταγράφηκε στην Καινή Διαθήκη, ονομάζουμε σήμερα Παράδοση ειδικά: α) τη διδασκαλία του
Χριστού και των Αποστόλων που δεν έχει καταγραφεί στην Αγία Γραφή, αλλά
παραδόθηκε στην Εκκλησία στην αρχή προφορικά και στη συνέχεια καταγράφηκε στα
έργα των Αποστολικών Πατέρων ή των διαδόχων τους, καθώς και στις αποφάσεις των
Συνόδων της Εκκλησίας, επομένως σήμερα η Παράδοση είναι γραπτή, και β) θέματα που σχετίζονται με τη λατρεία, τη διοίκηση και τη ζωή της Εκκλησίας,
και η συνείδηση του σώματος της Εκκλησίας έχει αποδεχθεί ότι εκφράζουν την
πίστη και το μήνυμα του Ευαγγελίου.
Την πίστη αυτήν την έζησαν και τη ζουν οι χριστιανοί μέσα στη ζωή της
Εκκλησίας, δηλαδή στα μυστήριά της και την ευρύτερη εκκλησιαστική ζωή, κάτω από
την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος.
Κλήρος και λαός που ζουν αυτήν την εκκλησιαστική ζωή, την αναπτύσσουν
και τη διατυπώνουν ως διδασκαλία σε κάθε ευκαιρία και την κάνουν πράξη στη
λατρευτική ζωή.
Οι Άγιοι της Ορθοδοξίας μας δεν μιλούν με φαντασίες.
Μιλούν με φώτιση από τον Θεό. Σε αυτό το βίντεο, θα δούμε μαρτυρίες που δεν τρομάζουν… αλλά φωτίζουν.
Θα ακούσουμε διδασκαλίες από τον Άγιο Παΐσιο, τον Άγιο Μακάριο, τον Άγιο Ανδρέα τον διά Χριστόν σαλό και τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό.
Μιλούν για την ώρα του θανάτου, την πορεία της ψυχής, το φως, τα τελώνια και τη θεϊκή παρηγοριά.
Αποσπάσματα από το βιβλίο της Α΄Λυκείου και από το μάθημα; 2.1. «ΕΙΣ ΜΙΑΝ, ΑΓΙΑΝ, ΚΑΘΟΛΙΚΗΝ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΝ…»
α)
Η ζωή μέσα στην πρώτη κοινότητα (Πράξ 2, 4247)
Όλοι αυτοί
ήταν αφοσιωμένοι στη διδασκαλία των αποστόλων και στη μεταξύ τους κοινωνία, στην
τέλεση της θείας Ευχαριστίας και στις προσευχές.
Ένα δέος τούς κατείχε όλους όσοι έβλεπαν πολλά
εκπληκτικά θαύματα να γίνονται μέσω των αποστόλων.
Όλοι οι πιστοί ζούσαν σε έναν τόπο και είχαν
τα πάντα κοινά.
Πουλούσαν
ακόμα και τα κτήματα και τα υπάρχοντά τους και μοίραζαν τα χρήματα σε όλους,
ανάλογα με τις ανάγκες του καθενός.
Κάθε μέρα
συγκεντρώνονταν με ομοψυχία στο ναό, τελούσαν τη θεία Ευχαριστία σε σπίτια,
τρώγοντας την τροφή τους γεμάτοι χαρά και με απλότητα στην καρδιά.
Δοξολογούσαν τον Θεό, κι όλος ο λαός τούς
εκτιμούσε. Και ο Κύριος πρόσθετε κάθε μέρα στην εκκλησία αυτούς που σώζονταν.
β)
Η κοινοκτημοσύνη των πρώτων χριστιανών (Πράξ 4, 3237).
Όλοι όσοι
πίστεψαν είχαν μία καρδιά και μία ψυχή.
Κανείς δεν θεωρούσε ότι κάτι από τα υπάρχοντά του
ήταν δικό του, αλλά όλα τα είχαν κοινά.
Οι
απόστολοι κήρυτταν και βεβαίωναν με μεγάλη πειστικότητα ότι ο Κύριος Ιησούς
αναστήθηκε.
Κι ο Θεός
έδινε σε όλους πλούσια τη χάρη του.
Δεν υπήρχε
κανείς ανάμεσά τους που να στερείται τα απαραίτητα.
Γιατί όσοι
είχαν χωράφια ή σπίτια τα πουλούσαν, κι έφερναν το αντίτιμο αυτών που
πουλούσαν, και το έθεταν στη διάθεση των αποστόλων.
Απ’ αυτό
δινόταν στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του.
Έτσι έκανε κι ο Ιωσής, ένας λευίτης από την
Κύπρο, που οι απόστολοι τον ονόμασαν Βαρνάβα, όνομα που μεταφράζεται «ο
άνθρωπος της Παρηγοριάς».
Αυτός είχε ένα χωράφι, το πούλησε κι έφερε τα
χρήματα και τα έθεσε στη διάθεση των αποστόλων.
Ο Χαζάν Μαρά διάλεξε με προσοχή τους πιο καλούς
χουρμάδες.
- Μπρε
Χαζάν, του είπε ο έμπορας, το πράμα δεν πουλιέται διαλεγμένο. Εγώ το πήρα όπως
είναι κι έτσι θα το πουλήσω.
- Το
ξέρω Χαζίρ πως το πήρες έτσι, μα ξέρω πως το πλήρωσες τρεις παράδες και πιάνεις
δέκα. Υπάρχουν πολλοί χαζοί στην αγορά, πες τα λοιπόν σ' αυτούς κι όχι σε μένα,
είπε ο Χαζάν κι έβαλε στη ζυγαριά ό,τι είχε διαλέξει.
Ο Χαζίρ μουτρωμένος τα ζύγιασε μουρμουρίζοντας:
- Εσείς
όλο θαρρείτε πως οι έμποροι θησαυρίζουν. Αμ δε, όλο ζημιά έχουμε.
Ο Χαζάν δάγκασε ένα χουρμά.
- Όσο
πιο πολύ κλαίγεται ο έμπορας, τόσο πιο πολλά κερδίζει. Έμαθα πως πήρες κι άλλο
χτήμα.
Ο έμπορας Χαζίρ δεν
απάντησε, μόνο κούνησε το κεφάλι κι είπε:
- Οχτώ παράδες.
Τότε ο Χαζάν άπλωσε το
χέρι να βγάλει τους παράδες, μα είδε κάτι τόσο φοβερό εκείνη τη στιγμή, που το
χέρι του παράλυσε, το μούτρο του έγινε κέρινο, τα μάτια του γούρλωσαν κι έτρεμε
όλος σαν τη φλόγα του λυχναριού στην πνοή του αγέρα.
- Τι
έπαθες; του λέει ο Χαζίρ, ταραγμένος κι αυτός που τον είδε έτσι αλλαγμένο.
Ο Χαζάν πήγε να μιλήσει, μα δεν τα κατάφερε να
βγάλει λέξη σωστή. Ψέλλισε κάτι άναρθρο, πέταξε τους χουρμάδες κι ορμώντας
άρχισε να τρέχει ξαφνικά σαν άλογο που αφήνιασε, πέφτοντας πάνω και σπρώχνοντας
όποιον έβρισκε στο διάβα του. Όλοι τον κοίταζαν χαμένα. Μα αυτός, ούτε έβλεπε,
ούτε ένοιωθε. Όλος ήταν δοσμένος στη φυγή. Και σίγουρα δεν θά'τρεξε άλλος ποτέ
τόσο γρήγορα την απόσταση από την αγορά της Τεχεράνης ως το αρχοντικό του
Τακεσάν.
- Τι
έπαθες μπρε Χαζάν, του φώναξε στην πόρτα ο χοντρός σταυλίτης. Ποιος σε
κυνηγάει;
Μα ο Χαζάν ούτε τον
άκουσε, κίτρινος σαν το φλουρί και πάντα τρέχοντας πήδησε τρία-τρία τα σκαλιά
του αρχοντικού. Ο γραμματικός πήγε να τον σταματήσει, μα δεν πρόλαβε. Ο Χαζάν
έπεσε πάνω στην πόρτα που ήταν το γραφείο του άρχοντα και μπήκε μέσα. Η πόρτα
βρόντηξε με πάταγο. Ξαφνιασμένος γύρισε ο άρχοντας Τακεσάν κι είδε τον
υπηρέτη του.