Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2016

Αγιος Βασίλειος, ο αγιος των φτωχών και των κατατρεγμένων





Ὁ Ἅγιος Βασίλειος, γεννημένος τό 330μ.Χ. στή Νεοκαισάρεια τοῦ Πόντου ἀπό γονεῖς εὐγενεῖς μέ δυνατό χριστιανικό φρόνημα, ἔμελλε νά γίνει Μέγας πνευματικός διδάσκαλος καί κορυφαῖος θεολόγος καί Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἡ χριστιανική του ἀνατροφή καί ἡ πνευματική του πορεία τόν ὁδήγησαν στήν Θεία θεωρεία τοῦ Ἁγίου Εὐαγγελίου, καί στήν αὐστηρή ἀσκητική ζωή, παράλληλα μέ τό ποιμαντικό, παιδαγωγικό καί φιλανθρωπικό του ἔργο.

Ὁ πατέρας του Βασίλειος ἦταν καθηγητής ρητορικῆς στή Νεοκαισάρεια καί ἡ μητέρα του Ἐμμέλεια ἀπόγονος οἰκογένειας Ρωμαίων ἀξιωματούχων. Στήν οἰκογένεια ἐκτός ἀπό τό Βασίλειο ὑπῆρχαν ἄλλα ὀκτώ παιδιά. Μεταξύ αὐτῶν, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ὁ Ὅσιος Ναυκράτιος ἀσκητής καί θαυματουργός, ἡ Ὁσία Μακρίνα καί ὁ Ἅγιος Πέτρος, Ἐπίσκοπος Σεβαστείας.

Τά πρῶτα γράμματα, τοῦ τά δίδαξε ὁ πατέρας του. Συνέχισε τίς σπουδές του στήν Καισαρεία τῆς Καππαδοκίας, στήν Κωνσταντινούπολη καί στήν Ἀθήνα. Ἐκεῖ σπούδασε γεωμετρία, ἀστρονομία, φιλοσοφία, ἰατρική, ρητορική καί γραμματική. Οἱ σπουδές του διήρκησαν τεσσεράμισι χρόνια. Ἡ ἀσκητική του ζωή ξεκίνησε ἤδη ἀπό τά χρόνια ὁποῦ φοιτοῦσε στήν Ἀθήνα. Ὁ σοφός δάσκαλός του Εὔβουλος ἐντυπωσιασμένος ἀπό τήν αὐστηρή νηστεία, τοῦ Ἁγίου, καί μετά τήν παραίνεσή του, λέγεται ὅτι ἔγινε Χριστιανός.

Συμφοιτητές του ἦταν καί δύο νέοι πού ἔμελλε νά διαδραματίσουν σπουδαῖο ρόλο στήν ἱστορία. Ὁ ἕνας, φωτεινό ὁ Ἅγιος καί Μέγας Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας ὁ Θεολόγος Γρηγόριος καί ὁ ἄλλος μελανό στόν ἀντίποδα, προδότης τοῦ Ἰησοῦ, εἰδωλολάτρης καί διώκτης τῶν Χριστιανῶν, ὁ Ἰουλιανός ὁ Παραβάτης. Κατά τήν διάρκεια αὐτῶν τῶν ἐτῶν, ὁ Ἅγιος Βασίλειος καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀνέπτυξαν μεγάλη καί ἰσχυρή φιλία. Ταυτόχρονα μέ τίς σπουδές τους, εἶχαν ἱεραποστολική δράση. Διοργάνωναν χριστιανικές συγκεντρώσεις, στίς ὁποῖες ἀνέλυαν θρησκευτικά ζητήματα. Ἵδρυσαν ἐπίσης καί τόν πρῶτο φοιτητικό χριστιανικό σύλλογο.

Ἐπέστρεψε στήν Καισαρεία τό καλοκαίρι τοῦ 356μ.Χ. καί συνεχίζοντας τήν παράδοση τοῦ πατέρα του, ἔγινε καθηγητής τῆς ρητορικῆς. Τό 358 μ.Χ. ἐπηρεασμένος ἀπό τό θάνατο τοῦ ἀδερφοῦ του μοναχοῦ Ναυκρατίου, καθώς καί μέ τήν παρότρυνση τῆς ἀδερφῆς του Μακρίνας, βαπτίζεται Χριστιανός, καί ἀποφασίζει νά ἀφιερώσει τόν ἑαυτό του στήν ἀσκητική πολιτεία. Ἀποσύρθηκε λοιπόν σέ ἕνα κτῆμα τῆς οἰκογενείας του στόν Πόντο. Χαρακτηριστικό τῆς μεγαλοψυχίας του εἶναι, ὅτι μετά τήν βάπτισή του δώρισε στούς φτωχούς καί στήν ἐκκλησία τό μεγαλύτερο μέρος τῆς περιουσίας του. Τό φθινόπωρο τοῦ ἴδιου ἔτους ξεκινᾶ ἕνα ὁδοιπορικό σέ γνωστά κέντρα ἀσκητισμοῦ τῆς Ἀνατολῆς, Αἴγυπτο, Παλαιστίνη, Συρία καί Μεσοποταμία, ἐπιθυμώντας νά συναντήσει πολλούς ἀσκητές καί μοναχούς γιά νά γνωρίσει τόν τρόπο ζωῆς τους. Ὅταν γύρισε στό Πόντο ἀπό τό ταξίδι αὐτό, μοίρασε καί τήν ὑπόλοιπη περιουσία του καί ἀποσύρθηκε στό κτῆμα του ἐπιθυμώντας νά ζήσει πλέον ὡς μοναχός. Ἐκεῖ ἔγραψε τούς: «Κανονισμούς διά τόν Μοναχικόν βίον», κανόνες πού ρυθμίζουν τήν ζωή στά μοναστήρια μέχρι τίς μέρες μας. Μέ τήν ὑψηλή του κατάρτιση στήν Ὀρθόδοξη Πίστη καί τόν ἀσκητικό, θαυμαστό του βίο, ἡ φήμη τοῦ Ἁγίου Βασιλείου ἐξαπλώθηκε μέ τόν καιρό σέ ὅλη τήν Καππαδοκία. Ἔτσι καί ὁ Μητροπολίτης τῆς Καισαρείας Εὐσέβιος πραγματοποιώντας τήν Θεία Βούληση ἀλλά καί αὐτή τῶν χριστιανῶν τῆς περιοχῆς, χειροτόνησε τό 364 μ.Χ. τόν Ἅγιο Βασίλειο πρεσβύτερο. Τό 370 μ.Χ., μετά τόν θάνατο τοῦ Εὐσεβίου καί σέ ἡλικία 41 ἐτῶν, τόν διαδέχθηκε ὁ Ἅγιος Βασίλειος στήν ἐπισκοπική ἕδρα, μέ τή συνδρομή τοῦ Εὐσεβίου ἐπισκόπου Σαμοσάτων καί τοῦ Γρηγορίου ἐπισκόπου Ναζιανζοῦ. Ἐπίσκοπος πλέον, ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἀντιμετώπισε τήν προσπάθεια τοῦ Αὐτοκράτορα Οὐάλη νά ἐπιβάλει τόν Ὁμοιανισμό (ρεῦμα τοῦ Ἀρειανισμοῦ), ἐπικοινωνώντας μέσω ἐπιστολῶν μέ τόν Μέγα Ἀθανάσιο, Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας καί τόν Πάπα Ρώμης Δάμασο. Στόν τόπο του, στήν περιφέρεια τῆς δικῆς του ποιμαντικῆς εὐθύνης εἶχε νά ἀντιμετωπίσει τήν ἔντονη παρουσία τοῦ ἀρειανικοῦ στοιχείου καί ἄλλων κακοδοξιῶν. Ἀπό τίς ἐπιστολές του φαίνονται οἱ προσπάθειες πού κατέβαλε γιά τήν καταπολέμηση τῆς σιμωνίας τῶν ἐπισκόπων, γιά τήν ἀνάδειξη ἄξιων κληρικῶν στό ἱερατεῖο, καθώς καί γιά τήν πιστή ἐφαρμογή τῶν ἱερῶν κανόνων ἀπό ὅλους τοὺς πιστούς καί φανερώνεται ἐπίσης ἡ ποιμαντική φροντίδα στά ἀποκομμένα καί περιθωριοποιημένα μέλη τῆς Ἐκκλησίας.

Στήν οἰκουμενική Ἐκκλησία ὁ Μέγας Βασίλειος οὐσιαστικά ἀναλαμβάνει τά πνευματικά ἡνία ἀπό τό Μέγα Ἀθανάσιο, ὁ ὁποῖος γηραιός πλέον, ἀποσύρεται ἀπό τήν ἐνεργό δράση. Ἐργάζεται συνεχῶς γιά τήν ἐπικράτηση τῶν ὀρθόδοξων χριστιανικῶν ἀρχῶν καί ὑπερασπίζεται μέ σθένος τό δογματικό προσανατολισμό τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Νίκαιας.

Ὁ Ἅγιος Βασίλειος, βοηθοῦσε πάντοτε τούς ἀδικημένους καί κουρασμένους, τούς πεινασμένους καί τούς ἀρρώστους, ἀνεξάρτητα ἀπό τό γένος, τή φυλή καί τό θρήσκευμα. Ἔτσι τό ὅραμά του τό ἔκανε πραγματικότητα ἱδρύοντας ἕνα πρότυπο καί γιά τίς μέρες μας κοινωνικό καί φιλανθρωπικό σύστημα, τή «Βασιλειάδα». Ἕνα ἵδρυμα πού λειτουργοῦσε νοσοκομεῖο, ὀρφανοτροφεῖο, γηροκομεῖο καί ξενώνας γιά τήν φροντίδα καί ἰατρική περίθαλψη τῶν φτωχῶν ἀρρώστων καί ξένων. Τίς ὑπηρεσίες του τίς πρόσφερε τό ἵδρυμα δωρεάν σέ ὅποιον τίς εἶχε ἀνάγκη. Τό προσωπικό τοῦ ἱδρύματος αὐτοῦ ἦταν ἐθελοντές πού προσφέρανε τήν ἐργασία γιά τό καλό τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου. Ἦταν ἕνα πρότυπο καί σέ ἄλλες ἐπισκοπές καί στούς πλουσίους ἕνα μάθημα νά διαθέτουν τόν πλοῦτο τους μέ ἕνα ἀληθινά χριστιανικό τρόπο. Πραγματικά εἶναι ἄξιο θαυμασμοῦ ἡ ἔμπνευση πού εἶχε ὁ Ἅγιος Βασίλειος, τόν 4ο αἰώνα μ.Χ. νά ἱδρύσει καί νά λειτουργήσει ἕνα τέτοιο ἵδρυμα - πρότυπο.

Καταπονημένος ἀπό τήν μεγάλη δράση πού ἀνέπτυξε σέ τόσους πολλούς τομεῖς, ἐναντίον τῶν διαφόρων κακοδοξιῶν καί εἰδικά τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρειανισμοῦ, μή διστάζοντας πολλές φορές νά ἀντιταχθεῖ μέ τήν ἑκάστοτε πολιτική ἐξουσία, μέ ὅπλα του τήν πίστη καί τήν προσευχή, μέ τά κηρύγματα καί τούς λόγους του, μέ τά πολλά ἀσκητικά καί παιδαγωγικά συγγράμματα, καθώς καί τήν ἀσκητική ζωή του ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας παραδίδει τό πνεῦμα στό Θεό τήν 1η Ἰανουαρίου τοῦ 379 μ.Χ. σέ ἡλικία 49 ἐτῶν. Ὁ θάνατός του βυθίζει στό πένθος ὄχι μόνο τό ποίμνιό του ἀλλά καί ὅλο τό χριστιανικό κόσμο τῆς Ἀνατολῆς. Στήν κηδεία του συμμετέχει καί ἕνα πλῆθος ἀνομοιογενές ἀπό ἄποψη θρησκευτικῆς καί ἐθνικῆς διαφοροποιήσεως. Τό ὑψηλῆς σημασίας θεολογικό καί δογματικό του ἔργο καθώς καί ἡ λειτουργική καί πρωτότυπη ἀνθρωπιστική του δράση, εἶναι ἡ μεγάλη παρακαταθήκη πού μᾶς ἄφησε. Ἡ μνήμη του τιμᾶται ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία τήν 1ην Ἰανουαρίου. Ἀπό τό 1081 μ.Χ. ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως - Νέας Ρώμης Ἰωάννης Μαυρόπους (ὁ ἀπό Εὐχαϊτῶν) θέσπισε ἕναν κοινό ἑορτασμό τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου καί Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, στίς 30 Ἰανουαρίου, ὡς προστατῶν τῶν γραμμάτων καί τῆς παιδείας.

Μέ σοφία, στό ἀπολυτίκιο του ἀναφέρεται ἡ φράση «... τά τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας...». Καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, στόν Ἐπιτάφιο γιά τόν καλό καί Μέγα φίλο του Ἅγιο Βασίλειο, ἀποδίδει σ' αὐτόν, μέ τήν ποιητική καί βαθιά στοχαστική ματιά του, τό χαρακτηρισμό «παιδαγωγός τῆς νεότητος»

Ὁ Μ. Βασίλειος, ἐκτός τῶν ἄλλων θαυμάσιων καί Θείας ἐμπνεύσεως ἔργων του, ἔγραψε καί τήν ἐκτενή καί κατανυκτική Θεία Λειτουργία, πού, μετά τήν ἐπικράτηση τῆς συντομότερης Θείας Λειτουργίας τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τελεῖται 10 φορές τό χρόνο:
τήν 1η Ἰανουαρίου (ὅπου γιορτάζεται καί ἡ μνήμη του),
τίς πρῶτες πέντε Κυριακές τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς,
τίς παραμονές τῶν Χριστουγέννων καί τῶν Θεοφανείων,
τήν Μ. Πέμπτη καί τό Μ. Σάββατο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...