που αγάπαγε με πάθος μια όμορφη κυρά.
Μια μέρα, όπως έπαιρνε τα λάγνα της φιλιά,
«ζήτα μου ο,τιδήποτε» τής λέει τρυφερά.
«Αν μ' αγαπάς» τού είπε, με νάζι και καημό,
«την καρδιά της μάνας σου εγώ επιθυμώ»
Έτσι λοιπόν ξεκίνησε, να πάει στο πατρικό του,
ποτέ του αυτός δεν πάτησε τον όρκο το δικό του.
«Δώσε μου μάνα την καρδιά, στα πόδια της ν' αφήσω»
«Αν είναι γιε μου για καλό, εγώ στηνε χαρίζω»
Κι έτσι της πήρε την καρδιά και χάθηκε στο δρόμο,
μα σε μια πέτρα σκόνταψε και δάκρυσε απ' τον πόνο.
«Χτύπησες μήπως γιόκα μου, ψηλό μου κυπαρίσσι;»
γυμνή η καρδιά τού μίλησε, προτού να ξεψυχήσει.
Με ματωμένα χέρια φτάνει στο σπιτικό της,
«να η καρδιά που γύρευες» και την αφήνει εμπρός της.
Μα αυτή καν δεν τον κοίταξε κι άρχισε να γελάει,
«μήπως θα 'ταν καλύτερο να μού τη φέρεις Μάη...»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου