Παρασκευή 15 Ιουλίου 2016

Αντρέι Ρουμπλιόφ


Στη Ρωσία του 15ου αιώνα ο αγιογράφος Θεοφάνης ο Έλληνας επιλέγει ως βοηθό του το μοναχό Αντρέι Ρουμπλιόφ. Ο τελευταίος έχει διάφορους θεολογικούς προβληματισμούς κι όταν σε μια επιδρομή των Ταρτάρων αναγκάζεται να σκοτώσει, απαρνείται για μεγάλο διάστημα τη ζωγραφική. 
Μια ταινία στοχασμός πάνω στην τέχνη και την πνευματική αποστολή του καλλιτέχνη, η οποία βρήκε πολλά εμπόδια κατά την πρώτη προβολή της στη Σοβιετική Ένωση και για πρώτη φορά βλέπουμε στην κανονική της διάρκεια.



Η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Tarkovsky, με πρόσχημα την «ασκητική» ζωή του Αντρέι Ρουμπλιόφ, του μοναχού του 15ου αιώνα, που έγινε ο κορυφαίος δεξιοτέχνης της θρησκευτικής ζωγραφικής. Η ταινία αναφέρεται στις σχέσεις ανάμεσα στο Θεό και στον άνθρωπο, στον άνθρωπο και τη φύση, στην φύση της καλλιτεχνικής δημιουργίας, στον ρόλο του καλλιτέχνη, στον καλλιτέχνη και το λαό, καθώς και στο Ρώσο και στη χώρα του ως φυσικό και μυστικιστικό στοιχείο. Ο «Αντρέι Ρουμπλιόφ» είναι η ταρκοφσκική άποψη για το είδος της επικής βιογραφίας. Μέσα από έξι ιστορίες της ζωής ενός σπουδαίου αγιογράφου-μοναχού, μας δίνεται η αναπαράσταση της Φιλοσοφίας μιας Εποχής, των αυστηρών κανόνων που, εντελώς σχηματικά και αφαιρετικά, θα λέγαμε σήμερα ότι ρύθμιζαν τη ζωή τότε

Η Ευρωπαϊκή Ακαδημία Κινηματογράφου (1995) την τοποθέτησε στην όγδοη θέση των καλύτερων ταινιών όλων των εποχών. Μια ταινία-ύμνος στον άνθρωπο και τη δύναμή του, αληθινός σταθμός στην ιστορία του σύγχρονου κινηματογράφου και όπως έχει γράψει και ο κριτικός κινηματογράφου Β. Σωτηρόπουλος, όποιος δεν την έχει δει, δεν δικαιούται να ομιλεί για κινηματογράφο.

Σκηνοθεσία Αντρέι Ταρκόφσκι με τους: Ανατόλι Σολονίτζιν, Ιβάν Λαπίκοφ, Νικολάι Σεργκέγιεφ, Ίρμα Ράους, Νικολάι Γκρίνκο, Στέφαν Κρίλοφ

ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΤΑΙΝΙΑ


Andrey Rublyov
ΠΗΓΗ

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2016

Φώτης Κόντογλου - Εὐλογημένο Καταφύγιο

Παλιὰ σύντομα κείμενα ποὺ μιλοῦν μὲ λατρεία καὶ γνώση γιὰ τὴ Ἑλλάδα τῆς γνησιότητας ποὺ φέρουμε μέσα μας καὶ ποὺ κινδυνεύει.
σελ. 374, Α´ ἔκδ. 1985, Η´ ἔκδοση, 2000. Ἐκδόσεις Ἀκρίτας.
Συλλογὴ ἄρθρων αὐτοῦ τοῦ ταπεινοῦ καὶ μαχητικοῦ ἀκρίτα τῆς ἑλληνικῆς παράδοσης, ποὺ δείχνουν πὼς εἶναι πάντα ἐπίκαιρος γιὰ τὸν τόπο μας. Ἀναζητώντας τὸ φυσικὸ κάλλος καὶ τὸν «ἀπὸ μέσα πλοῦτο» μὲ ἁπλότητα καὶ πίστη, κόντρα στὴ μάστιγα τῆς ξενομανίας καὶ τῆς πρωτοτυπίας. «Πρωτότυπος εἶναι ὁ κάθε ἄνθρωπος ποὺ ἀπομένει πιστὸς κι εἰλικρινὴς στὸν ἑαυτό του». Ἕνα ἀληθινὸ καταφύγιο γαλήνης.
«ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ» Γ. ΒΙΔΑΛΗΣ

Γράφει ὁ Κόντογλου σ᾿ ἕνα κείμενο τοῦ τόμου:
«...Οἱ ἄνθρωποι βρίσκονται σὲ ἀκατάπαυστη κίνηση, σὰν μανιακοί. Ἄλλοι τρέχουνε ἀπὸ δῶ, ἄλλοι ἀπὸ κεῖ. Ὅλοι βιάζονται. Δοξάζω τὸν Θεὸ ἅμα δῶ κανέναν νὰ πορεύεται ἥσυχα, χωρὶς νὰ βιάζεται!... Ἄλλοι τρέχουνε λαχανιασμένοι νὰ πιάσουνε τὴ χρυσὴ ρόδα, ποὺ τὴν κυλᾶ μπροστά τους ὁ διάβολος, ποὺ τὸν λέγανε Ἑρμῆ... Ἄλλοι κάνουνε λογῆς-λογῆς συνέδρια, καὶ συζητᾶνε περὶ ἀνέμων καὶ ὑδάτων, ἄλλοι μαζεύονται κι ἀλληλοθαυμάζονται κι ἀλληλομισοῦνται σὲ σωματεῖα, σὲ συλλόγους, σὲ ἑταιρεῖες, ἄλλοι μαζεύονται σὰν τὰ μυρμήγκια κατὰ χιλιάδες καὶ βλέπουνε τὰ λεγόμενα μάτς... ἄλλοι ἐκθέτουνε τὰ ἔργα τῆς τέχνης τους καὶ καμαρώνουνε, ὡς ποὺ νὰ περάσουνε δυὸ-τρεῖς μέρες καὶ νὰ τοὺς ξεχάσουνε οἱ θαυμαστές τους, ἄλλοι τυπώνουνε βιβλία,ἄλλοι βγάζουνε λόγους σὰν βραχνιασμένοι βάτραχοι... 
Ὅλοι,τέλος πάντων, καταγίνονται μὲ ὅλα, ὅσα μποροῦνε σὲ τοῦτον τὸν ντουνιά, γιὰ νὰ ξεχάσουνε τὸν ἑαυτό τους, γιὰ νὰ μὴν ἀπομένουνε μοναχοὶ καὶ δοῦνε τὴ γύμνια τους, τὴ μιζέρια τους, τὸ χάος ποὺ τοὺς ζώνει...»

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Εὐλογημένο καταφύγιο» τοῦ Φώτη Κόντογλου, ἐκδόσεις Ἀκρίτας. Πρόκειται γιὰ δημοσιευμένα ἄρθρα στὴν καθημερινὴ ἀθηναϊκὴ ἐφημερίδα «Ἐλευθερία», ὅπου ἔγραφε ἀπὸ τὸ 1948.


Φώτης Κόντογλου - Δροσίσετε τὴν ψυχή σας στὴν καλωσύνη καὶ ἁγνότητα


Τοῦτος ὁ κόσμος εἶναι ἀνάποδος. Ὅπως καὶ νὰ κάνεις, δὲν τὸν εὐχαριστᾶς. Οὔτε στὸν ἥλιο τὸν βρίσκεις, οὔτε στὸν ἴσκιο. Ὁ κάθε ἕνας λέγει τὸ κοντό του καὶ τὸ μακρύ τους. Γιὰ ὅ,τι ἐνθουσιάζεται ὁ ἕνας, γιὰ ἴδιο στενοχωριέται ὁ ἄλλος. Ἄλλη φορὰ μπορεῖ οἱ ἄνθρωποι νὰ μὴν ἤτανε ὅλοι σύμφωνοι, μὰ γιὰ τοὺς πιὸ πολλοὺς τὸ καλὸ ἤτανε καλὸ καὶ τὸ κακό, κακό. Τώρα ὁ καθένας ἔχει σηκώσει μιὰ παντιέρα καὶ κάνει τὸν καπετὰν Ἕναν.
Μὰ οἱ πιὸ πολλοὶ μποδίζονται ἀπὸ τιποτένια πράγματα: ὁ ἕνας θέλει νὰ φαίνεται πιὸ «βαθυστόχαστος» ἀπὸ ὅ,τι εἶνε, ὁ ἄλλος θέλει νὰ φαίνεται μοντέρνος, νὰ μὴν τὸν πάρουνε γιὰ χωριάτη, ὁ ἄλλος φοβᾶται μὴν τὸν πάρουνε γιὰ «ἀφελῆ», γιὰ ὄχι «σοβαρόν» ἄνθρωπο, ὁ ἄλλος δὲν θέλει νὰ δυσαρεστήσει κάποιον, ἕτερος κολακεύει τὶς γυναῖκες καὶ κάνει τὸν «ἱππότη» μιλώντας μὲ ψεύτικη εὐγένεια κ.λ.π.
 Ὅσοι εἶναι ἴσιοι καὶ ἁπλοί, δὲν ἔχουνε καμμιὰ σκοτούρα. Ζοῦνε μακρυὰ ἀπὸ λιβανίσματα ἀπὸ πονηριὲς εἰδῶν – εἰδῶν, ἀπὸ δυσπιστίες ποὺ φαρμακώνουνε τὸν ἄνθρωπο, ἀπὸ σκηνοθεσίες, ἀπὸ ψευτιές. Χαίρονται γιὰ τὰ καλά, γιὰ τὰ ἁπλά, γιὰ τὰ ἁγνά, γιὰ τὰ σεμνά, γιὰ τὰ ταπεινά. Ἐνῶ οἱ ἄλλοι ὁλοένα ταράζονται, ὁλοένα ἐξιχνιάζουνε. 
Πολλοὶ κατατρίβουνται μὲ πράγματα ποὺ δὲν ἔχουν καμμιὰ σημασία. Ρωτᾶνε, νὰ ποῦμε, νὰ μάθουνε γιὰ μένα τί σόι ἄνθρωπος εἶμαι, πὼς εἶναι τὸ σχέδιό μου, ἂν εἶμαι θαλασσινὸς καὶ τοῦτο καὶ κεῖνο. Ἀδελφέ μου ἂν σοῦ ἀρέσει ἡ συντροφιά μου, ἔλα ἐκεῖ ποὺ πηγαίνω, ἔλα νὰ νοιώσεις μαζί μου τὰ ὡραῖα ἔργα τοῦ Θεοῦ, τὸν θησαυρὸ ποὺ ἔχουνε μέσα τους κρυμμένον οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι... 
Παράτησε πίσω σου τὴν ὑποκρισία τῆς ζωῆς κι ἔλα νὰ δροσισθεῖς στὴ βρυσούλα ποὺ τρέχει κρυμμένη στὴ ρίζα τοῦ βουνοῦ, κοντὰ στὸ παλιὸ ἐρημοκκλήσι. Τί κάθεσε κι ἐξετάζεις τὰ ἀνεξέταστα; Τί σὲ μέλλει ἂν εἶμαι τὴν ὄψη ἔτσι ἢ ἀλλοιῶς, ἐγὼ καὶ κάθε ἄλλος; Τί ρωτᾶς ἂν εἶμαι ψηλὸς ἢ κοντός, μαῦρος ἢ ἄσπρος; Σ᾿ αὐτὰ ποὺ διαβάζεις βρίσκεται ὁ ἑαυτός μου, τὸ πῶς περπατῶ, τὸ πῶς μιλῶ, δηλαδὴ ὁ σαρκικὸς ἄνθρωπος. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πνεῦμα ὅπως ὁ Θεός. Αὐτὸ τὸ πνεῦμα νὰ σὲ ἐνδιαφέρει, αὐτὸ εἶναι πνεῦμα ὅπως ὁ Θεός. Αὐτὸ τὸ πνεῦμα νὰ σὲ ἐνδιαφέρει, αὐτὸ εἶναι ἡ ἀληθινὴ σύσταση τοῦ ἀνθρώπου.
Ἀπάνω ἀπ᾿ ὅλα νὰ ἀγαπᾶμε τὴν καλωσύνη. Νὰ χαιρόμαστε νἄμαστε καλοὶ καὶ νοιώθουμε κοντά μας καλοὺς ἀνθρώπους. Κανένα πρᾶγμα δὲν εἶνε σὰν τὴν καλωσύνη. Τὸ πρόσωπό της λαμποκοπᾶ σὰν τὸν ἥλιο ποὺ χρυσώνει τὴν πλάση τὸ πρωὶ τῆς ἔμορφης μέρας τοῦ καλοκαιριοῦ. Τί εὐλογημένοι ποὺ εἶναι οἱ καλοὶ ἄνθρωποι, οἱ πρόσχαροι, οἱ γλυκομίλητοι, οἱ ἁπλοί, οἱ ἀπονήρευτοι, οἱ πονετικοί, οἱ ταπεινοί! Τί ἀληθινὸς πλοῦτος μέσα σὲ μιὰ τέτοια καρδιά! Καὶ τί φτώχεια, τί μιζέρια, τί ἀσχήμια μέσα στὶς κακὲς ψυχές, στὶς ἐγωιστικές, κι᾿ ἂς φουσκώνουνε ἀπ᾿ ἔξω κι᾿ ἂς παραστένουνε τὸν πλούσιο! Πόσο ξεκουράζεται ἡ ψυχή μας ἀπὸ τὴ δροσιὰ τῆς καλωσύνης καὶ πόσο κουράζεται ἡ ψυχή μας ἀπὸ τὸν λίβα τῆς κακίας.

Δευτέρα 11 Ιουλίου 2016

Το ψέμα

Σε λίγα λεπτά θα άρχιζε η κηδεία. Όλοι περίμεναν να έρθει ο Αρχιεπίσκοπος και ένας υφυπουργός της Κυ­βέρνησης, ενώ ο ναός ήταν γεμάτος. Φίλοι, γνωστοί, πε­ραστικοί, μισητοί και αγαπημένοι, όλοι εδώ. Από το πρωί είχαν περάσει εκατοντάδες. Βλέπεις, ο πατέρας ήταν από τους πιο πλούσιους άνδρες της πόλης.
Όλοι ήθελαν να έχουν καλές σχέσεις μαζί του. Σχεδόν κανείς δεν τον αγαπούσε. Απλά προτιμούσαν να τα έχουν καλά μαζί του. Ισχυρός οικονομικός άνδρας. Όλο και κά­τι θα κέρδιζαν από αυτόν. Φίλους δεν είχε. Κόλακες και επαίτες της δύναμης του πάρα πολλούς.
Θυμάμαι, μικρό κορίτσι ακόμη, πως όπου πηγαίναμε μαζί όλες οι πόρτες άνοιγαν. Μας υποδέχονταν. Υποκλινόντουσαν στο πέρασμα του. Μας χαμογελούσαν περίερ­γα. Δίχως φως. Σκοτεινά. Ψεύτικα. Με συσπασμένο πρό­σωπο. Όχι πάντως με καρδιά.
Ακόμη και στην εκκλησία τον υποδέχονταν στην πόρ­τα. Ένας ιερέας με ράσα και χρυσό σταυρό στο στήθος. Με τα ίδια στητά χαμόγελα. Με συνεχείς υποκλίσεις στα βήματα του. Οδηγούσε τον πατέρα δίπλα από τον δεσποτικό θρόνο σε περίοπτη θέση. Εμένα με έπαιρναν οι κυρίες του φιλόπτωχου και με έβαζαν να κάτσω στην θέση των γυναικών. Μπροστά. Στις πρώτες καρέκλες που διέφεραν από τις άλλες. Ήταν σκαλιστές, με κόκκινο βελούδινο κάθισμα. Είχαν μεγάλους δικέφαλους αετούς στην πλά­τη. Πίσω μου, γριούλες, άνθρωποι του πόνου και του μό­χθου καθόντουσαν σε κάτι απλές καρεκλούλες, με τρεμά­μενα πόδια όπως τα δικά τους. Ντρεπόμουν. Αισθανόμουν ενοχές. Όσες φορές, όμως, τόλμησα και το είπα στον πα­τέρα, με μάλωσε.
- Σώπα. Έτσι είναι το πρωτόκολλο. Δεν είμαστε όλοι ίδιοι. Έτσι πρέπει.
Αυτό το «πρέπει» δεν το κατάλαβα ποτέ. Πρέπει το ένα, πρέπει το άλλο, και η ζωή μας όλοι μέσα σε πρέπει και μη. Μια ζωή πεταμένη σε πρωτόκολλα και τύπους. Αργότερα κατάλαβα και έκλαψα πολύ.
Έγραψαν και οι εφημερίδες για τον πατέρα. Είπαν τα κανάλια. Είχαν ρεπορτάζ για την ζωή του και τον τρόπο που πέθανε. Ο τοπικός τύπος έβαλε πρωτοσέλιδες φωτο­γραφίες. Ήθελαν να μου πάρουν συνέντευξη. Αρνήθηκα. Ήξερα ότι ούτε αυτοί τον συμπαθούσαν. Απλά φιλούσαν το χέρι που δεν μπορούσαν να δαγκώσουν. Γνώριζα καλά τις κόντρες τους. Όπως και ότι ο πατέρας έλεγχε τις πε­ρισσότερες τοπικές εφημερίδες, καθώς και κάποια κανά­λια και ραδιοφωνικούς σταθμούς. Διαφορετικά δεν θα του έδινε κανείς σημασία. Όμως ήταν μεγαλομέτοχος. Τα πρωτοσέλιδα του ανήκαν.
Χτύπησε η καμπάνα. Αργά, πένθιμα, επιβλητικά. Ο ναός κατάμεστος. Όλοι οι πολυέλαιοι αναμμένοι. Στον σολέα του ναού, η μάνα, εγώ και ο αδελφός μου. Απέναντι μας ο δήμαρχος και οι βουλευτές. Στην μέση ο πατέρας. Πάνω στο στασίδι, δίπλα στο θρόνο του επισκόπου, ο υφυ­πουργός. Και από κάτω ο λαός.
- «Ευλογητός ο θεός...» και όλα ξεκίνησαν. Ψαλμοί, τροπάρια, ύμνοι, προσευχές από τους αρχιερείς, ιερείς και ψαλτάδες. Θα ήταν τουλάχιστον δέκα δεσποτάδες. Το λι­γότερο τριάντα παπάδες και ένας αρκετά μεγάλος χορός ψαλτάδων. Η μάνα είχε ζητήσει από τον προϊστάμενο του ναού να φέρει τους καλύτερους και εκείνη θα πλήρωνε όσο χρειαζόταν. Αρκεί να έψελνε τον πατέρα χορωδία. Δεν της αρνήθηκε. Ήξερε ότι κάτι θα κέρδιζε από την οικο­γένεια. Γενικά, κανείς δεν αρνιόταν στις επιθυμίες της οι­κογένειας.
Κοιτούσα τον πατέρα μέσα στο φέρετρο και σκεπτό­μουν πολλά. Γιατί όλες αυτές οι τιμές; Τι εξυπηρετούσαν; Σε τι βοηθούσε αυτό τον πατέρα μου, το ταξίδι της ψυχής του ή εμάς που πενθούσαμε; Τελικά κατέληξα σύντομα στο συμπέρασμα ότι όλο αυτό το σκηνικό είχε στηθεί για να εξυπηρετήσει ένα ψέμα, μέσα στο οποίο ζούσαν όλοι οι πρωταγωνιστές του. Ο πατέρας πάντα κάπου τούς χρη­σίμευε. Ακόμη και τώρα ό,τι έλεγαν και ό,τι έπρατταν στην κηδεία του, κάποιο όφελος θα επέφερε.
Βέβαια και εκείνος με την ίδια λογική τούς έβλεπε. Ο ένας χρησιμοποιούσε τον άλλο. Ο πατέρας δεν είχε φίλους. Αλλά, για να λέμε την αλήθεια, δεν θέλησε να έχει. Δεν τον ενδιέφερε. 'Οπως άλλωστε δεν τον ενδιαφέραμε κι εμείς. Η ζωή του ήταν οι επιχειρήσεις, οι μπίζνες, οι εργολαβίες, τα λεφτά και η οικοδόμηση του προσωπικού του μύθου. Τα λεφτά και η δόξα. Αυτός ήταν ο κόσμος του. Αυτός ο Θεός του. Τίποτα δεν έκανε που να μην αποσκοπεί σε αυτά τα δυο. Το γέλιο του, τα αστεία του, οι γενναιοδωρίες και φιλανθρωπίες του, οι σχέσεις του με τους ανθρώπους ήταν μονάχα ένα σχέδιο. Μια σκοπιμότητα. Στο τέλος δεν έ­φτιαξε τίποτε άλλο πέρα από την απόλυτη δυστυχία του.
Στην πραγματικότητα ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε για κα­νένα άνθρωπο πέρα από τον εαυτό του. Ούτε για εμάς. Η μοναδική σχέση που είχε μαζί μας ήταν η περιουσία που θα έπρεπε να φτιάξει, ώστε πεθαίνοντας να την κληρονο­μήσουμε. Η αγωνία του ήταν να στεφθούμε άξιοι διάδοχοι της οικονομικής αυτοκρατορίας του. Του ονόματος του.
Δεν ξέρω, αλλά είμαι λιγάκι μπερδεμένη. Τον λυπάμαι. Συγχρόνως όμως τον σιχαίνομαι. Αισθάνομαι ότι ο άν­θρωπος αυτός δεν αγάπησε ποτέ κανένα και τίποτα. Όλη η ζωή του ένα ψέμα θεμελιωμένο σε χάρτινους πύργους. Το χέρι του δεν το ένιωσα ποτέ να με χαϊδεύει. Την αγκα­λιά του δεν την αισθάνθηκα. Ούτε τι γεύση είχε το φιλί του, η πατρική του αγάπη. Πρωί έφευγε, μεσάνυχτα γυρνού­σε. Άλλοτε έλειπε για μήνες στο εξωτερικό. Μονάχα κά­ποιες Κυριακές ή μεγάλες γιορτές καθόταν στο σπίτι. Αλ­λά όχι μαζί μας. Κλειδωμένος στο γραφείο του, μιλώντας με τις ώρες στα τηλέφωνα. Φαΐ πολύ. Ρούχα αρκετά. Α­γάπη καθόλου. Αυτός βέβαια πίστευε ότι έκανε το καλύ­τερο για εμάς. Ποιος άλλωστε άνθρωπος βλέπει την τύ­φλωση του.
- Εάν έχω κάνει όλη αυτή την περιουσία, κόρη μου, για ποιον την έκανα; Για σένα και τον αδελφό σου.
Ούτε καν περνούσε από το μυαλό του ότι εγώ όλη αυ­τή την αμύθητη περιουσία του την είχα γραμμένη.

Η νεκρώσιμη ακολουθία έφτανε στο τέλος. Σκέψεις, ερωτηματικά, και πολλή οργή για το ψέμα του πατέρα, που πλέον στην τοπική κοινωνία έπαιρνε διαστάσεις θριάμβου. Μια ζωή ψεύτικη θριαμβολογούσε την κενότητα της.
Κάποια στιγμή βλέπω τον επίσκοπο να σιωπά. Οι διά­κονοι τού φτιάχνουν το μικρόφωνο. Είχε έρθει η ώρα που φοβόμουν πιο πολύ από όλη την σημερινή ημέρα. Οι εκ­φωνήσεις λόγων. Ένα τρομερό μαρτύριο άρχιζε για μένα. Ένας-ένας όλοι οι επίσημοι της πόλης θα έπαιρναν το λό­γο για να εκθειάσουν τον πατέρα. Να πουν πόσο καλός άνθρωπος υπήρξε, πόσο δημιουργικός και σπουδαίος επι­χειρηματίας, στοργικός πατέρας και σύζυγος, και άλλα τόσα ψέματα, που κανείς από όλους εκείνους δεν μπορού­σε να φανταστεί πόσο πόνο και οδύνη είχαν κοστίσει στην ψυχή μου.
-   0 σημερινός κεκοιμημένος αδελφός μας υπήρξε ένα μεγάλος κοινωνικός ευεργέτης. Φρόντισε και έθρεψε δε­κάδες ορφανά, ακούστηκε η φωνή του επισκόπου.
Ένιωσα ναυτία. Ζάλη απλώθηκε στο βλέμμα μου. Το κορμί μου άρχισε να ουρλιάζει με σπασμούς. Η αγάπη που δεν ένιωσα, η οργή για το ψέμα που ζούσα τόσα χρόνια έγινε κραυγή και ξεχύθηκε μέσα στο ναό.
-   Πάψτεεεεε! Επιτέλους σταματήστε! Κανέναν δεν α­γάπησε. Ούτε εμένα ούτε τον αδελφό μου, ούτε κανένα παιδί. Τέρμα η φάρσα. Όλα τα λεφτά που εσείς ονομάζε­τε φιλανθρωπία, τα έδινε με δόλο. Για να γλυτώνει την εφορία και να ξεπλένει το μαύρο χρήμα του. Σήμερα κη­δεύουν ένα ψέμα.
  

Δευτέρα 4 Ιουλίου 2016

Αμέρικα, Αμέρικα

Η ταινία Αμέρικα, Αμέρικα είναι δράμα παραγωγής 1963, σε σκηνοθεσία και σενάριο Ελία Καζάν, βασισμένο στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του σκηνοθέτη με τίτλο Το Χαμόγελο της Ανατολής. Η ταινία που αφηγείται την ιστορία ενός Ελληνόπουλου του Σταύρου Τοπουζόγλου, το οποίο στα τέλη του 19ου αιώνα περιπλανήθηκε από τα βάθη της Μικράς Ασίας μέχρι και την Κωνσταντινούπολη προκειμένου να πάρει το πλοίο που θα τον οδηγούσε στην Αμερική.
Η ταινία προτάθηκε για τέσσερα βραβεία Όσκαρ, μεταξύ των οποίων και για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας και κέρδισε εκείνο της Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης. Το 2001 η ταινία επελέγη από τη Βιβλιοθήκη του Αμερικάνικου Κογκρέσου ως τμήμα του Εθνικού Μητρώου Κινηματογράφου ως πολιτιστικά, ιστορικά και αισθητικά σημαντική.
 

Ο Ηλίας Καζάν, Έλληνας στο αίμα, γεννημένος στην Τουρκία και Αμερικανός επειδή ο θείος του ταξίδεψε στις Η.Π.Α. δίνοντας το έναυσμα για την υπόλοιπη οικογένεια να ακολουθήσει, έγραψε την ιστορία του ταξιδιού του θείου του. Το 1890, ο νεαρός και ευγενικός, αλλά αφελής, Σταύρος Τοπουζόγλου (Στάθης Γιαλέλης) έμενε στη Μικρά Ασία, όπου Έλληνες κι Αρμένιοι δεινοπαθούσαν από τους Τούρκους που είχαν την πλειοψηφία. Ο Σταύρος ονειρευόταν μια καλύτερη ζωή, κάτι που θα του εξασφάλιζε ένα ταξίδι στην Αμερική, χώρα που για τους ανθρώπους του τότε φάνταζε ως Η Γη της Επαγγελίας. Εκεί ίσως να κατάφερνε να κάνει πράγματα που θα γέμιζαν τους δικούς του με υπερηφάνεια. Οι γονείς του όμως διέθεσαν τα χρήματά τους για να τον στείλουν στην Κωνσταντινούπολη, όπου επρόκειτο να εργαστεί στο μαγαζί με τα χαλιά που είχε ο θείος του. Ο Σταύρος ξεκίνησε λοιπόν το ταξίδι του για την Κωνσταντινούπολη με τα πόδια και τη συντροφιά ενός γαϊδάρου. Η περιπλάνησή του στα βάθη της Μικράς Ασίας κι όσα είδε τον έκαναν να αναλογιστεί την κατάσταση των Ελλήνων στην ταραχώδη αυτή ζώνη. Φτάνοντας μετά από κόπο στην Κωνσταντινούπολη, η επιθυμία του να βγάλει τα απαραίτητα χρήματα ώστε να αγοράσει εισιτήριο τρίτης θέσης για το πλοίο που πήγαινε στις Η.Π.Α. έγινε δυνατότερη από ποτέ.  


America America
ΠΗΓΗ

Παρασκευή 1 Ιουλίου 2016

Απλός άνθρωπος - Simple Man

Simple Man - Lynyrd Skynyrd



Mama told me when I was young
Η μαμά μου είπε όταν ήμουν μικρός

Come sit beside me my only son

Έλα κάθισε δίπλα μου μονάκριβέ μου

And listen closely to what I say 

Και άκου καλά τι θα σου πω

And if you do this it'll help you 

Και αν το κάνεις, αυτό θα σε βοηθήσει πολύ

some sunny day. Oh Yah!

μια ηλιόλουστη μέρα. Ω ναι!


Oh take your time don't live too fast

Ω πάρε το χρόνο σου, μην ζεις υπερβολικά γρήγορα

troubles will come and they will pass

προβλήματα θα έρθουν και θα περάσουν

Go find a woman and you'll find love

Πήγαινε να βρεις μια γυναίκα και θα βρεις την αγάπη

And don't forget son there is someone up above

Και μην ξεχνάς γιε μου ότι υπάρχει κάποιος εκεί ψηλά 



And be a simple kind of man

Και να είσαι απλός άνθρωπος

Oh be something you love and understand

Ω να γίνεις κάτι που αγαπάς και καταλαβαίνεις

Baby be a simple kind of man

Μωρό μου να είσαι απλός άνθρωπος

Oh won't you do this for me son if you can?

Ω δεν θα το κάνεις αυτό για 'μένα γιε μου αν μπορείς;



Forget your lust, for the rich man's gold

Ξέχνα την έντονη επιθυμία σου για πλούτο και χρήματα

All that you need is in your soul

Αυτό που χρειάζεσαι βρίσκεται στην καρδιά σου

And you can do this Oh baby if you try

Και μπορείς να το κάνεις αυτό μωρό μου εάν προσπαθήσεις

All that I want for you my son is to be satisfied

Αυτό που θέλω από εσένα γιε μου είναι να είσαι ευχαριστημένος



And be a simple kind of man

Και να είσαι απλός άνθρωπος

Oh be something you love and understand

Ω να γίνεις κάτι που αγαπάς και καταλαβαίνεις

Baby be a simple kind of man

Μωρό μου να είσαι απλός άνθρωπος

Oh won't you do this for me son if you can?

Ω δεν θα το κάνεις αυτό για 'μένα, γιε μου αν μπορείς;



Boy don't you worry, you'll find yourself

Αγόρι μου, μην ανησυχείς, θα βρεις τον εαυτό σου

Follow your heart and nothing else
Ακολούθησε την καρδιά σου και τίποτα άλλο 

And you can do this Oh baby if you try

Και μπορείς να το κάνεις αυτό Ω μωρό μου εάν προσπαθήσεις

All that I want for you my son is to be satisfied

Αυτό που θέλω για το γιο μου είναι να είναι ευχαριστημένος



Baby be a simple kind of man

Μωρό μου να είσαι απλός άνθρωπος

Oh won't you do this for me son if you can?

Ω δεν θα το κάνεις αυτό για 'μένα γιε μου εάν μπορείς;

Baby be a simple, be a simple man.

Μωρό μου να είσαι ένας απλός, απλός άνθρωπος.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...