Jesus is just all right with me
Jesus is just all right, oh yeah
Jesus is just all right with me
Jesus is just all right
Jesus is just all right, oh yeah
Jesus is just all right with me
Jesus is just all right
I don't care what they may know
I don't care where they may go
I don't care what they may know
Jesus is just all right, oh yeah
Jesus is just all right
I don't care where they may go
I don't care what they may know
Jesus is just all right, oh yeah
Jesus is just all right
I don't care what they may say
I don't care what they may do
I don't care what they may do
I don't care what they may say
Jesus is just all right, oh yeah
Jesus is just all right
Jesus is just all right, oh yeah
Jesus is just all right
Do, do, do, etc.
Jesus is just all right with me
Jesus…

Τὴν ἄλλη ἑβδομάδα, νά’σου καὶ καταφθάνει ὁ ἴδιος μὲ μιὰ παρέα χίπιδες. Μπῆκαν ὅλοι μαζὶ στὸ κελλί μου καὶ κάθισαν γύρω μου. Ἦταν μαζί τους καὶ μιὰ κοπέλα. Τοὺς συμπάθησα πολύ. Ἦταν καλὲς ψυχές, ἀλλὰ πληγωμένες. Δὲν τοὺς μίλησα γιὰ τὸ Χριστό, γιατί εἶδα ὅτι δὲν ἦταν ἕτοιμοι ν᾿ ἀκούσουν. Τοὺς μίλησα στὴ γλώσσα τους, γιὰ πράγματα ποὺ τοὺς ἐνδιέφεραν. Ὅταν τελειώσαμε καὶ σηκώθηκαν νὰ φύγουν, μοῦ εἶπαν:
Γέροντα, θέλουμε μιὰ χάρη: Νὰ μᾶς ἐπιτρέψεις νὰ σοῦ φιλήσουμε τὰ πόδια. Ἐγὼ ντράπηκα, ἀλλὰ τί νὰ κάνω, τοὺς ἄφησα. Μετὰ μοῦ ἔδωσαν δῶρο μιὰ κουβέρτα. Θὰ φωνάξω νὰ τὴν φέρουν, νὰ τὴν δεῖς. Εἶναι πολὺ ὡραία. Ἔπειτα ἀπὸ καιρὸ μὲ ἐπισκέφθηκε ἡ κοπέλα, ἡ χίπισσα, μόνη της. Τὴν ἔλεγαν Μαρία. Εἶδα ὅτι ἡ Μαρία ἦταν πιὸ προχωρημένη στὴν ψυχὴ ἀπὸ τοὺς φίλους της καὶ τῆς πρωτομίλησα γιὰ τὸ Χριστό. Δέχτηκε τὰ λόγια μου. Ἦρθε κι᾿ ἄλλες φορές, ἔχει πάρει καλὸ δρόμο. Εἶπε μάλιστα ἡ Μαρία στοὺς φίλους της: «Βρὲ σεῖς, δὲν φαντάσθηκα ποτέ, ὅτι θὰ γνώριζα τὸν Χριστό, μέσα ἀπὸ μιὰ χίπικη παρέα».
Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση τὸ περιστατικό. Τὸ διορατικὸ καὶ ποιμαντικὸ χάρισμα τοῦ Γέροντα συνεργάσθηκαν γιὰ νὰ ἑλκύσουν, μὲ τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη, τὰ παραστρατημένα, ἀλλὰ ἀξιοσυμπάθητα αὐτὰ παιδιά, ποὺ ἴσως κάποιοι θὰ τὰ ἀντιμετώπιζαν μὲ περιφρόνηση. Τὰ παιδιὰ αὐτὰ ζήτησαν ἀπὸ τὸν Γέρονα κάτι, ποὺ μ᾿ ἔκανε νὰ ντραπῶ γιὰ τὸν ἑαυτό μου: Νὰ φιλήσουν τὰ πόδια του. Κι ἦταν ἡ πρώτη τους ἐπίσκεψη.
Ἐγὼ τόσα χρόνια πηγαινοερχόμουν καὶ δὲν εἶχα τὴν ταπείνωση νὰ διανοηθῶ κάτι τέτοιο. Τὰ παιδιά, σὰν τὴν ἁμαρτωλή, ποὺ ἔπλυνε τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ μὲ μύρο καὶ τὰ σκούπισε μὲ τὰ μαλλιά της, φίλησαν τὰ πόδια τοῦ Γέροντα καὶ τοῦ χάρισαν καὶ μιὰ κουβέρτα. Ὁ Γέροντας χαιρόταν τὸ δῶρο του, σὰν παιδί, ὄχι βέβαια γιὰ τὴν ὑλικὴ άξία του, ἀλλὰ γιὰ ὅ,τι πνευματικὸ συμβόλιζε. Θαύμασα τοὺς ἀπίθανους δρόμους ποὺ ἀκολουθεῖ ἡ θεία χάρη, γιὰ νὰ σώσει ψυχές. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη φιλοῦσα κι᾿ ἐγὼ τὰ πόδια τοῦ Γέροντα, ὅπως ἦταν ξαπλωμένος στὸ κρεββάτι, χωρὶς νὰ τὸν ἐρωτῶ.
πηγή
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου