Τετάρτη 24 Απριλίου 2013

Χρυσόστομος Α. Σταμούλης, Τα τραγούδια στη θεολογία του Νίκου Ματσούκα


«Είχε μπει, θαρρώ, ένας γκρίζος και παγερός Νοέμβρης χιόνιζε κρυσταλλωμένο χιόνι. Μια βραδιά από δίπλα ακούσαμε ένα μονότονο τραγούδι με αργή και συρτή φωνή. Έπειτα ακούστηκαν ρυθμικοί χτύποι, σαν κάποιος να χτυπούσε με το χέρι ένα πιάτο ή ένα ταψί. Κι έπειτα ρυθμικά βήματα χορού. Τραγούδι, χτύποι και χορός μια άρχιζαν και μια σταματούσαν. Κι αυτό κράτησε ως τα βαθιά μεσάνυχτα. Ο ένας κοίταζε τον άλλο με ζωηρά απορημένα μάτια. Αλλά πρωί πρωί η χοντρούλα γειτόνισσα, που μας είχε ανακοινώσει τον πόλεμο των Γερμανών, μπήκε στην κουζίνα μας σαν αέρας. Μας είπε πνιχτά πως η Αννούλα πέθανε βαθιά χαράματα, κι οι δικοί της πριν πεθάνει τραγούδησαν και χόρεψαν, όπως το ’θελε η ίδια. Μετά είπε το ‘Θεός σχωρέστην’, κι έκανε ελαφρά δακρυσμένη το σταυρό της, λιγάκι ωστόσο χαμογελώντας θλιμμένα, και πρόσθεσε πως ο άνθρωπος δεν είναι τίποτα. Κανένας δεν έλεγε κουβέντα. Το δικό μου το μυαλό σφηνώθηκε στο τραγούδι και στο χορό της περασμένης νύχτας. Δεν μπορούσα να δώσω μια εξήγηση. Εντούτοις ήμουνα πάντοτε έτοιμος να δεχτώ πως στο θάνατο συμβαίνουν ολότελα περίεργα πράγματα. (Αργότερα τι μπορούσαν να μου πουν οι κατοπινές σοφίες που διάβαζα για το μοιρολόγι;)».[1]
Κυρίες και κύριοι, έρχομαι σήμερα ενώπιόν σας, για να ταξιδέψουμε μαζί το ταξίδι της θεολογικής ποιητικής του Νίκου Ματσούκα. Πρόκειται για  ταξίδι ζώσας μνήμης, δηλαδή α-λήθειας, έρωτος και μοναχικής κοινωνίας. Ο Νίκος Ματσούκας, πάντοτε αμφιλαφής και προκλητικά ειλικρινής, κινήθηκε και συνεχίζει με την πρώτη του ένταση να κινείται, ως επί το πλείστον, σε δρόμους που άλλοι δεν τόλμησαν, δεν θέλησαν ή δεν μπόρεσαν να διαβούν. Σε πολλές περιπτώσεις, που σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα κινδύνεψαν να γίνουν κανόνας, η θεολογία του Ματσούκα θεωρήθηκε ως  «μωρία», ως «τρέλα»,  ως «παράλογο». Όχι σπάνια κατηγορήθηκε για έλλειψη πραγματικής θεολογίας, για φιλοσοφικές στρεβλώσεις ή φωτισμούς του ορθοδόξου δόγματος και λογοτεχνικές αποκλίσεις. Έχω την αίσθηση, από την εικοσάχρονη πλέον μαθητεία μου στο έργο και τον τρόπο του φωτισμένου δασκάλου, ότι ο Νίκος Ματσούκας είναι αυτό που είναι, ο οικουμενικός δάσκαλος της σύγχρονης Ορθόδοξης θεολογίας, εξαιτίας των «λεγομένων» ελλείψεων , στρεβλώσεων  και αποκλίσεών του.
Κάποτε, κάποιος φίλος, αναφερόμενος στον Νίκο Ματσούκα,  μου είπε με αγανάχτηση, πως θεολογία δεν γίνεται με τα τραγούδια× τον κοίταξα απορημένος, δεν απάντησα, πικράθηκα και έφυγα. Για πολύ καιρό δεν μπορούσα να εξηγήσω στον εαυτό μου ή δεν μπορούσα να χωνέψω γιατί να γίνεται ζωή και θάνατος με τα τραγούδια και όχι θεολογία.
Θάταν αρχές του 1992, όταν ο καθηγητής Ματσούκας μου χάρισε ένα μικρό βιβλιαράκι του, με τίτλο Γλυκόπικρες ρίζες και υπότιτλο Μυθιστορηματική αυτοβιογραφία× από εκεί προέρχεται το απόσπασμα που πριν λίγο διάβασα. Εκεί βρίσκεται και η απάντηση στο ερώτημα του φίλου μου. Η πραγματική, η σαρκωμένη θεολογία, πέρα από ηθικισμούς, αντικειμενοποιήσεις και οποιεσδήποτε φοβίες, κινείται στα όρια της δοξολογικής αβεβαιότητας, της μετατροπής της καθημερινότητας σε αμεσότητα, της πραγματικής, ασκητικής κοινωνίας με τα πράγματα: «Φρόντιζα οι σκέψεις μου», σημειώνει ο Ματσούκας, «να βγαίνουν από τα ίδια τα πράγματα κι από τα βιώματά μου – και να μην είμαι ονειροπαρμένος…Πίστευα πως και οι στοχασμοί μπορούν – και μάλλον επιβάλλεται – να υποβληθούν σε ένα είδος πειραματικής επαλήθευσης, δοκιμαζόμενοι στο πλούσιο υλικό της ζωής. Ηθική, πολιτική, τέχνη και γνώση κρίνονται απ’ αυτό το υλικό»[2].
Από αυτό το υλικό της ζωής, λοιπόν, γεννήθηκε η λυτρωτική σχέση του Ματσούκα με το τραγούδι. Ένα τραγούδι που σφηνώθηκε στο μυαλό του, σαν το επιθανάτιο τραγούδι για την μικρή Αννούλα και έδειξε την κρυμμένη   σχέση του ανεξήγητου με το περίεργο.  Θάνατος, έρωτας, Χάρος, μάνα γη και ουρανός,[3] μυστήρια ακατανόητα και ταυτόχρονα τόσο φανερά, φωνάζουν την ύπαρξη του Θεού, ή όπως λέγει ο αγαπημένος του ξανθιώτη δασκάλου, ο Νίκος Γκάτσος,
«Μες στην ερημιά του κόσμου
ένα χέρι γράφει εντός μου:
κάπου υπάρχει Θεός.
Φίλοι σκύλοι μου μην κλαίτε
μες στη συμφορά να λέτε:
κάπου υπάρχει Θεός».[4]
Το τραγούδι έγινε από τα πρώτα χρόνια της ζωής του Ματσούκα η προσφιλής καταφυγή του, η προσφιλής του πατρίδα: «Όσες φορές», σημειώνει και πάλι στις Γλυκόπικρες Ρίζες, «τρύπωνε βασανιστικά ο έρωτας, τον απάλυνα με τα τραγούδια. Η μουσική αναμόχλευε και συνάμα καταλάγιαζε τα πάθη. Έτσι ένιωθα βαθιά λύτρωση. (Αργότερα έμαθα πως πάθη και σκέψεις δεν πρέπει να διώκονται ή να παραμερίζονται× απ’ αυτά τα ίδια οφείλουμε να μεταπλάσουμε τη ζωή μας). Ζούσα τον έρωτα στα τραγούδια. Οι μεταπολεμικοί γλεντζέδες της πόλης κάθε βράδι και προπαντός τα σαββατοκύριακα χαλούσαν τον κόσμο. Όλη τη νύχτα άκουγες τραγούδια στην ήσυχη πόλη, στους στενούς δρόμους και στα γραφικά σοκάκια…κι άκουγα ρεμπέτικα τραγούδια με τον κρυστάλλινο ήχο των μπουζουκιών…Τα ελαφρά τραγούδια, μολονότι μου ξυπνούσαν εκλεπτυσμένα αισθήματα του φωτεινού και ρομαντικού έρωτα, μπροστά στα ρεμπέτικα μου φαίνονταν νερόβραστα…τριγύριζα στα εξοχικά κέντρα και τα καφενεδάκια, πάντα απέξω βέβαια…Ζούσα έναν άλλο κόσμο και φιλοσοφούσα για τον έρωτα και το Χάρο».[5]
Έρωτας και Χάρος, λοιπόν, εντός ενός άλλου κόσμου, ενός άλλου τρόπου, δια του τραγουδιού, αδελφώνουν και δείχνουν το αναπότρεπτο μιας συνεχιζόμενης απορίας-πορείας, το τέλος της οποίας φαίνεται να είναι «η κρυμμένη και απρόσμενη ομορφιά του κόσμου και της ζωής».[6]
«Όπου κι αν πηγαίνουμε
μας συνοδεύει η μουσική
εφ’ όσον δεν γινήκαμε ακόμα όνειρα
και συνεπώς απορούμε»
σημειώνει ο ποιητής Σαραντάρης, και ο εισηγητής  του, ο άλλος κυρ Νίκος της μητέρας Θεσσαλονίκης, ο Γαβριήλ Πεντζίκης, σχολιάζει και αναρωτιέται:«Έτσι λέει το ποίημα. Τάχα σε κάποιο σημείο η μουσική και ο θάνατος σμίγουν, είναι το ίδιο πράγμα»;[7] Η απάντηση του Ματσούκα στο θέμα ξεκάθαρη και ρωμαλέα : «Ο Ντοστογιέφσκυ, θαρρώ», σημειώνει, «είπε την μεγάλη κουβέντα, ότι η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο. Και η ομορφιά δεν είναι απλώς και μόνο ένα αισθητικό επίτευγμα, αλλά ενέργεια και έργο που συνταιριάζει, ενώνει, ολοκληρώνει μια πραγματικότητα, η οποία αλλιώτικα κατακερματίζεται και πάει να διαλυθεί. Θα έλεγε κανείς ότι η αισθητική είναι μια διαρκής νίκη κατά του κατακερματισμού».[8]
Ε! λοιπόν, η απουσία μιας τέτοιας φιλόκαλης και ως τούτου ενωτικής αισθητικής, εκ μέρους μερικών θεολόγων και απλών πιστών,  «που δεν έχουν κατανοήσει σωστά τις βασικές προϋποθέσεις και το περιεχόμενο της ορθόδοξης θεολογίας»,[9] και συνεπώς  αδυνατούν να φτάσουν στην προσέγγιση των υψηλών αληθειών μέσα από την ποιητική και μυθική ματιά, αποτελεί τον καημό του Ματσούκα.  Αιτία μιας τέτοιας στάσης θεωρείται από τον ξανθιώτη ο ηθικισμός, ο πουριτανισμός  και άλλες «σχιζοφρενικές» τάσεις θεολογίας Ανατολής και Δύσης, οι οποίες αδυνατούν να κατανοήσουν ότι η θεολογία «προσλαμβάνεται, ανακοινώνεται, διατηρείται και προάγεται μέσω μύριων όσων μορφών τέχνης και κυρίως της ποίησης».[10] Ή, όπως αλλού σημειώνει, «ο πολιτισμός της Ορθοδοξίας δεν ξέρει διάσπαση ήθους και αισθητικής, γνώσης και πράξης, συμπεριφοράς και ομορφιάς», και συμπληρώνει «και τούτο ισχύει για όσους ζουν τούτο το πράγμα».[11]
Γι αυτό η ματιά του στρέφεται προς τους ανθρώπους της τέχνης, τους καλλιτέχνες, στους οποίους αναγνωρίζει ασκημένες αισθήσεις, που θυμίζουν τα «γεγυμνασμένα αισθητήρια» της Αγίας Γραφής και της πατερικής θεολογίας.[12]Φίλοι του, συνοδοιπόροι σε μια τέτοια πορεία, ο Χατζιδάκις, ο Γκάτσος, ο Θεοδωράκης, ο στρατηγός Μακρυγιάννης, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Παπαδιαμάντης, ο Διονύσιος Σολωμός, ο Καβάφης και άλλοι.
Συγκλονισμένος ο Ματσούκας, από το μυστήριο της ζωής και τον δοτήρα της Θεό, συναντά την αλήθεια των πραγμάτων στους ταπεινούς και καταφρονεμένους, στον μπαρμπα-Γιαννιό τον έρωντα, που πάντοτε μεθυσμένος περιφέρεται τραγουδώντας στο σοκάκι της γειτόνισσας,  στην αστεφάνωτη, τη Χριστίνα τη Δασκάλα, στον αυτοκτόνο Σακελλάριο και σε άλλους πολλούς, που εντάσσονται σε αυτήν τη χορεία των απεγνωσμένων και τσαλακωμένων, για να θυμηθούμε λιγάκι τον Ντίνο Χριστιανόπουλο και το μελοποιημένο από τον Μάνο Χατζιδάκι ποίημά του ενός λεπτού σιγή .[13]
Η θεολογία του Ματσούκα γίνεται μια μπαλάντα του περιθωρίου, ένα τραγούδι για τους αδικαίωτους, για όλους εκείνους που  επιβεβαιώνουν ότι ο χαρακτήρας της σωτηρίας είναι θεραπευτικός και εξάπαντος όχι  νομικός× δεν  πρόκειται για «τυπική και δικανική τακτοποίηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς», αλλά για «απολύτρωση, θεραπεία, απαθανατισμό, δοξασμό, εκλάμπρυνση, αποκατάσταση κάλλους».[14] «Θυμωμένος», στον τρίτο τόμο της Δογματικής του σημειώνει : «Κοντολογίς, ας το πάρουν απόφαση οι κάθε λογής ηθικολόγοι, φανεροί και μασκαρεμένοι× η εκκλησιαστική κοινωνία δεν είναι ηθικοπλαστικός οργανισμός× αποτελεί σώμα σωτηρίας. Τα μέλη αυτής της κοινωνίας δεν σώζονται για την επάρκειά τους, αλλά για την ανεπάρκειά τους».[15]
Μέσα από μια τέτοια ματιά, το «παράλογο», των τραγουδιών στη θεολογία του Ματσούκα, μοιάζει να βρίσκει τη σταυρωμένη λογικότητά του. Προηγούνται τα πράγματα και ακολουθεί η ποιητική περιγραφή τους. Συχνά, σε τέτοιες περιπτώσεις,  έρχεται στο μυαλό μου ο Θόρτον Ουάϊλντερ και το έργο του Η μικρή μας πόλη. Το ερώτημα της Έμιλυ, η απορία, για το εάν υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, που βλέπουν την ομορφιά των μικρών και καθημερινών πραγμάτων, ζητά συνεχώς απάντηση και αυτή δεν μπορεί παρά να είναι πάντα η ίδια : Οι άγιοι και οι ποιητές ίσως.



[1] Ν. Ματσούκας, Γλυκόπικρες ρίζες. Μυθιστορηματική αυτοβιογραφία, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 79-80.
[2] Ν. Ματσούκας, Γλυκόπικρες ρίζες. Μυθιστορηματική αυτοβιογραφία, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 188,189.
[3] Καιρό με απασχολούσε η μεγάλη αγάπη, η αδυναμία του Ματσούκα σε ένα τραγουδάκι που έφτιαξαν ο Χατζιδάκις με τον  Γκάτσο, το γνωστό:
«Ουρανέ
όχι δεν θα πω το ναι
ουρανέ
φίλε μακρινέ.

Πώς να δεχτώ
Άλλης αγκαλιάς τη στοργή
Πώς να δεχτώ
Μάνα μου είναι η γη»,
ώσπου ήλθε στα χέρια μου το τελευταίο και άκρως αποκαλυπτικό του έργο,Μισού αιώνα έργα και όνειρα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2003, όπου, στη σελίδα 40, σημειώνονται τα εξής όμορφα, που επιβεβαιώνουν για μια ακόμη φορά την κοινωνία του Ματσούκα με τα πρόσωπα και τα πράγματα, : «Πάντως ποτέ δεν θα ξεχάσω το θαλερό και προφητικό παράστημα του πατριάρχη Αθηναγόρα, σωστό κυπαρίσσι ριζωμένο σαν πρίνος! Θυμάμαι ότι, καθώς τέλειωσε ένα ζεστό και κυριολεκτικά συναρπαστικό λογύδριο, μας ρώτησε αγκαλιάζοντάς μας με κείνα τα χέρια του που έμοιαζαν να’ ναι θεόρατα: παιδιά μου από πού φεύγει συνήθως ο άνθρωπος; Εμείς φωνάζαμε, πότε ο ένας και πότε ο άλλος: από το Θεό, από την πίστη, από τον ουρανό, και άλλα τέτοια× όχι, όχι, παιδιά μου, ήταν η απάντηση× απομακρυνόμαστε συνήθως, χωρίς να το καταλάβουμε,  από τη μάνα γη. Κι όταν την εγκαταλείπουμε, χάνουμε τον ουρανό. Γιατί μάνα γη και ουρανός είναι παντρεμένοι». Ν. Ματσούκα, Μισού αιώνα έργα και όνειρα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 40.
[4] Ν. Ματσούκα, Πολιτισμός αύρας λεπτής, εκδ. «Το Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2000, σ. 380. Πρβλ.  Ν. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Γ. Ανακεφαλαίωση και Αγαθοτοπία. Έκθεση του οικουμενικού χαρακτήρα της χριστιανικής διδασκαλίας (Φ.Θ.Β. 34), εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1997, σ.67-68.
[5] Ν. Ματσούκας, Γλυκόπικρες ρίζες. Μυθιστορηματική αυτοβιογραφία, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 121,122.
[6] Ν. Ματσούκας, Γλυκόπικρες ρίζες. Μυθιστορηματική αυτοβιογραφία, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 195.
[7] Ν. Γ. Πεντζίκης, Το μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης, εκδ. Άγρα, Αθήνα 1992, σ. 85, 76.
[8] Ν. Ματσούκα, Πολιτισμός αύρας λεπτής, εκδ. «Το Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2000, σ. 378.
[9] Ν. Ματσούκα, Πολιτισμός αύρας λεπτής, εκδ. «Το Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2000, σ. 23.
[10] Ν. Ματσούκα, Πολιτισμός αύρας λεπτής, εκδ. «Το Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2000, σ. 378.
[11] Ν. Ματσούκα, Πολιτισμός αύρας λεπτής, εκδ. «Το Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2000, σ. 374.
[12] Ν. Ματσούκα, Πολιτισμός αύρας λεπτής, εκδ. «Το Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2000, σ. 371.
[13] Ν. Ματσούκα, Μισού αιώνα έργα και όνειρα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 419.
[14] Ν. Ματσούκα, Πολιτισμός αύρας λεπτής, εκδ. «Το Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2000, σ. 29.
[15] Ν. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Γ. Ανακεφαλαίωση και Αγαθοτοπία. Έκθεση του οικουμενικού χαρακτήρα της χριστιανικής διδασκαλίας(Φ.Θ.Β. 34), εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 305.
Μελέτη που δημοσιεύθηκε στον Τόμο, Χάρις και αντίδοσις ( Πρακτικά της τιμητικής ημερίδας στον καθηγητή Ν. Ματσούκα, έκδ. Ι.Μ.Αρκαλοχωρίου και Βιάννου, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 199-208)
Αναδημοσίευση από:https://antidosis.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...