Το «12 Years a Slave» βασίζεται στην αυτοβιογραφία του Σόλομον Νόρθαπ, του ανθρώπου που έγινε υπόδειγμα και σύμβολο του αγώνα για ανεξαρτησία των Αφροαμερικανών στην Αμερική του 1850. Γεννημένος ελεύθερος στη Νέα Υόρκη, ο Νόρθαπ, σύζυγος και πατέρας τριών παιδιών, απήχθη από λευκούς εμπόρους και πουλήθηκε ως σκλάβος, αναγκάστηκε να ζήσει για δώδεκα χρόνια κάτω από το ζυγό της δουλείας και κατάφερε να φυγαδευτεί και να καταγγείλει τους αφέντες του στο δικαστήριο: ο Νόρθαπ έχασε τη δίκη, επειδή το χρώμα του δεν του επέτρεπε να καταθέσει ως μάρτυρας της δικής του υπεράσπισης, αλλά αφέθηκε ελεύθερος κι έζησε τα υπόλοιπά του χρόνια ως ακτιβιστής για τα δικαιώματα των Αφροαμερικανών.
Ρεαλιστικό και σκληρό για τα χολιγουντιανά δεδομένα αντιρατσιστικό δράμα .Πλούσια και προσεγμένη παραγωγή, με τον Βρετανό εικαστικό Στιβ ΜακΚουίν («Hunger», «Shame») να συνδυάζει υποδειγματικά τις απαιτήσεις ενός έπους μηνυμάτων με μια ψυχολογική όσο και κοινωνική μελέτη πάνω στη βία. Τρία Όσκαρ (ταινία, προσαρμοσμένο σενάριο, β΄ γυναικείος ρόλος), Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας και πληθώρα βραβείων από τις αμερικανικές ενώσεις κριτικών.
Περπατούσε μέρα και νύχτα στους δρόμους της πόλης σαν αερικό. Στο ένα χέρι ένα ποτήρι μπίρα και στο άλλο ένα ατελείωτο τσιγάρο. Γελούσε και κουβέντιαζε με σκιές. Έβριζε την μοίρα του και κοιμόταν όπου έβρισκε. Το καλοκαίρι σε παγκάκια κάτω από δέντρα και το χειμώνα σε εισόδους πολυκατοικιών. Είχε σπίτι. Το πατρικό του, αλλά σπάνια πήγαινε. Άντε για κανένα μπάνιο. Ίσως σε κάποια μεγάλη επέτειο, όπως έλεγε. Δίπλα του σε κάθε βήμα υπήρχαν σκυλιά. Άλλοτε γάτες. Μερικές φορές κρατούσε ποντίκια. Τα μεγάλωνε μέσα στις μεγάλες και βαθιές τσέπες του σκισμένου και λιγδιασμένου σακακιού του. Σόκαρε. Του άρεσε να προκαλεί τον φόβο στους νοικοκυραίους. Στους «καθώς πρέπει» πολίτες, που σέβονταν τους νόμους και κυρίως ήταν «εχέφρονες». Ενώ εκείνος για όλους ήταν ο «τρελός» της γειτονιάς. Εγώ τον γνώρισα στο καφενείο. Καθόταν όπως πάντα μόνος. Βυθισμένος στις σκέψεις. Στο δεξί του χέρι ένα ποτήρι αλκοόλ. Στο αριστερό ένα τσιγάρο το οποίο δεν έσβηνε ποτέ. Λες και είχε τάμα την καταστροφή του. Έπαιρνε τη μπίρα στο χέρι και πηγαινοερχόταν με βιαστικά βήματα μες στο μαγαζί. Καμιά φορά, άμα αισθανόταν πιο καλά έπαιζε κανένα τάβλι. Γελούσε με την ψυχή του. Εάν κέρδιζε την παρτίδα, ένιωθε σπουδαίος και καυχιόταν για τις επιδόσεις του. Λένε ότι όλα ξεκίνησαν όταν ήταν έφηβος. Τότε χάθηκε στους λαβυρίνθους του μυαλού του. Άρχισε να μιλάει με σκιές. Να ακούει φωνές. Φανταζόταν σκηνές που προβάλλονται κάθε αργά στο βουβό σινεμά του πόνου του. Παρ’ όλα αυτά ήταν ειρηνικός και άκακος. Ήσυχος και αθόρυβος. Μιλούσε και χαμογελούσε σε όλους. Όταν τον χαιρετούσες άνθιζε το πρόσωπό του. Μονάχα με ορισμένους ήταν κάπως επιφυλακτικός και απόμακρος. Ένιωθε με ένα δικό του τρόπο την σκληρότητα που έκρυβαν. –Αυτούς να τους προσέχετε, συμβούλευε τους θαμώνες του καφενείου. Είναι κακοί άνθρωποι. Κάτω από την γραβάτα υπάρχει βρωμιά. Μυρίζει η καρδιά τους πονηριά. Παρ’ όλα τα προβλήματα του, δεν έπαψε ούτε μια στιγμή να πλάθει όνειρα. Να κοιμάται στην αγκαλιά της προσωπικής του ελπίδας. Να πίνει πρωινό με πρόσωπα της φαντασίας του και να κοιμάται στις γλυκιές αγκαλιές των ονείρων του. Αυτοί τουλάχιστον νοιάζονται για κείνον. Τον γλυκοχαιρετούσαν και τον πρόσεχαν. Και ας μην υπήρχαν. Οι άλλοι, οι «κανονικοί», τον κυνηγούσαν. Κρυφά τον λοιδορούσαν. Κι αυτά τα βλέμματά τους, πόσο πολύ τον τυραννούσαν. Γεμάτα οίκτο και λύπηση. Απόρριψη και περιφρόνηση που κόβει σαν τζάμι. Γι’ αυτό και δεν τους κοιτούσε στα μάτια. Σχεδόν καθόλου. Είχε σκυμμένο το κεφάλι και μετρούσε τα βήματά του στα σοκάκια των μονολόγων του. Λες και περίμενε ν’ αλλάξει ο δρόμος της ζωής του. Ένα βράδυ τον κέρασα μια μπίρα. Την δέχτηκε με χαμόγελο. Έστρεψε το πρόσωπό του και με κοίταξε κατευθείαν στα μάτια, σπάνιο φαινόμενο για εκείνον. Λες και ήθελε να μου κάνει κάποια μεγάλη δήλωση. Μια σπουδαία ανακοίνωση. – Φίλε, αύριο έχω επέτειο. – Τι επέτειο, βρε ; του απάντησα με απορία. Μήπως εννοείς γενέθλια; – Όχι. Επέτειο. Ξέρω τι σου λέω. Σαν αύριο της Σταυροπροσκύνησης γεννήθηκα. Ήταν η μέρα που ήρθα στην ζωή. Κανείς δεν χάρηκε. Κανείς δεν γέλασε. Ήταν όλοι τους βουβοί και τρομαγμένοι. – Πού το ξέρεις, ρε; Γιατί το λες; – Ναι, ξέρω τι σου λέω. Κανείς δεν χάρηκε. Μου το είπε ο μεγάλος μου αδελφός. Δεν ήθελαν άλλο παιδί και εγώ τούς έτυχα. Από τύχη γεννήθηκα. Θύμωσαν μαζί μου. Ντρεπόντουσαν για μένα. Δεν με ήθελαν. Η μάνα ντρεπόταν να με θηλάσει. Πήρε φάρμακα για να σταματήσει τον θηλασμό. «Σε τέτοια ηλικία να δείχνω τα στήθη μου; Ντροπής είναι». Σε αυτό συμφωνούσε και η γιαγιά μου. Η μάνα του πατέρα μου. Δύστροπη και σκληρή γυναίκα. Έζησε σε εποχές όπου το κορίτσι θεωρούταν κατάρα για μια οικογένεια. Η δε ζωή της γυναίκας σκέτη κόλαση. Υποταγή, υποτέλεια, βία και περιθώριο. Λίγο καλύτερα από τα ζώα της φαμίλιας. Έτσι η γιαγιά μισούσε την ζωή. Οτιδήποτε είχε σχέση με την χαρά της ζωής. Δεν έζησε αυτή, δεν χάρηκε, κανείς να μην χαρεί. Αυτό ήταν το κρυφό της δόγμα. Έλεγε και ξανάλεγε στη μάνα μου, «Τι το θέλατε το παιδί σε τέτοια ηλικία; Να σας κοροϊδεύει ο κόσμος ότι δεν μπορείτε να κάνετε καλά τις ορμές σας; Ρεζίλι γίναμε σε όλο το χωριό». Προσπάθησαν να με ρίξουν πολλές φορές. Τι μπουνιές έδινε ο πατέρας στην κοιλιά της μάνας, τι βίαιες και κουραστικές δουλειές τίποτα. Δεν έλεγα να το κουνήσω. Μέσα εκεί, γραπωμένος από την ζωή. Λένε οι παλιοί ότι άμα είναι να παιδευτείς, θα παιδευτείς. Δεν την γλυτώνεις. Και εγώ, φίλε μου, παιδεύομαι από την πρώτη ανάσα ζωής. Κατάλαβες τώρα γιατί σού λέω ότι δεν με ήθελες κανείς; Αυτό το βασανιστικό ερώτημα στοίχειωσε μέσα στην ύπαρξή μου. Ξημερώνει, βραδιάζει και εγώ διερωτώμαι, «Με θέλεις κανείς;». Μόλις τελείωσε την φράση αυτή πετάχτηκε πάνω λες και τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. – Άντε, καληνύχτα. Ευχαριστώ για την μπίρα. Μέχρι να σηκωθώ είχε χαθεί τρέχοντας στα παρακάτω στενά γύρω από το καφενείο. Είχε τους δικούς του ρυθμούς, τα δικά του όρια και πάνω από όλα τον δικό του κόσμο που δεν χωρούσαν καθωσπρεπισμοί. Όλα ήταν ελεύθερα, αυθεντικά. Αγαπούσε ιδιαίτερα τα παιδιά, τους παππούδες και τα αδέσποτα ζώα. Όλους τούς αδύναμους. Ένιωθε ότι συγγένευαν μαζί του. Μια σχέση πέρα από το μυαλό και την λογική έρεε μέσα του με αυτές τις υπάρξεις. Το πατρικό του σπίτι το είχε γεμίσει σκύλους και γάτες. Χελώνες, μικρές κουκουβάγιες και νυχτερίδες. Περνούσε, τα τάιζε και έπειτα χανόταν και πάλι στους δρόμους. Είχε συμφιλιωθεί απόλυτα μαζί τους. Ο κόσμος της λογικής τον είχε απορρίψει. Ο κόσμος όμως της «αλόγου» φύσεως τον είχε αγαπήσει και εντάξει απόλυτα στην κοινωνία του. Τα βράδια, έπαιρνε κάποιο από τα σκυλιά του σπιτιού και κατέβαινε σε φτωχογειτονιές της πόλης. Όπου έβρισκε μια γριά ή ένα γέρο μόνο του βουτηγμένο στην μοναξιά, τον αγκάλιαζε, του έκανε αστεία και καθόταν για παρέα. Έπαιρνε μπίρες από το περίπτερο και κουβέντιαζε με τις ώρες μαζί τους. Έλεγε ότι, επειδή ένιωθαν τελειωμένοι, ήταν ωραίοι. Η σωματική αδυναμία άνθιζε μια δύναμη στην ψυχή τους. Του άρεσε η παρέα τους. – Να σου κάνω, παιδί μου, ένα καφεδάκι; – Όχι, ρε θεία, τι να τον κάνω τον καφέ; Ο καφές είναι για κείνους που θέλουν να θυμούνται. Εγώ προτιμώ να ξεχνώ. Να μην σκέφτομαι. Να ησυχάζει ο νους μου. Έτσι η μπιρίτσα κάνει καλύτερη δουλειά. Με ζαλίζει. Θολώνει το μυαλό και δεν καταλαβαίνω τίποτα. Με νιώθεις; Οι γερόντοι έγνεφαν συγκαταβατικά κι ας μην καταλάβαιναν τίποτα απολύτως. Η ουσία γι’ αυτούς ήταν ότι είχαν μια παρέα. Έναν άνθρωπο να πουν μια κουβέντα. Για τα περασμένα μεγαλεία τους, τους άνδρες που τις τυραννούσαν, για τα παιδιά τους που έλειπαν στα ξένα. Οι περισσότεροι για την εγκατάλειψη που ένιωθαν. Εκείνος τούς άκουγε. Δεν μαρτυρούσε τα μυστικά τους και το κυριότερο δεν απέρριπτε κανένα. Αντιθέτως τους έδινε με τον δικό του τρόπο δύναμη. – Έλα, μωρέ θεία. Όλοι λίγο πολύ σταυρωμένοι είμαστε σε αυτό τον ντουνιά. Κάθε σπίτι και καημός. Κάθε άνθρωπος και βάσανα. Είδες εσύ κανένα να μην κουβαλάει σταυρό; Δες και εμένα που είμαι ένα ρεμάλι. Κανείς δε με υπολογίζει. Όλοι με λυπούνται και με φωνάζουν, «τρελό», «κακομοίρη», «άχρηστο». Εντάξει όμως. Ζω και εγώ. Αντέχω. Έφτιαξα τον δικό μου κόσμο και είμαι πρίγκιπας. Αύριο ξημέρωνε της Σταυροπροσκύνησης. Γιόρταζε. Σκέφτηκε να πάει σπίτι. Να κάνει κανένα μπάνιο. Να αλλάξει τα ρούχα που φορούσε σχεδόν έξι μήνες. Οι γείτονες του άφηναν στην πόρτα κανένα ρουχαλάκι. Καλά ήταν. Φορεμένα, αλλά καθαρά και σιδερωμένα. Σκέφτηκε ότι είχε να πάει πολύ καιρό στην εκκλησία. Του είχε λείψει. Δεν μπορούσε να παραμείνει πολλή ώρα μέσα στο ναό, μια και δεν ησύχαζε το βήμα του, αλλά ωστόσο θα άναβε το κερί του και θα έκανε τον Σταυρό του. Πήγε σπίτι. Πλύθηκε. Έβαλε τα καθαρά ρούχα και κατέβηκε στην εκκλησία. Είχε αρκετό κόσμο. Άναψε κερί και σταμάτησε δίπλα σε ένα παιδί. Εκεί αναπαυόταν. Ένιωθε πιο οικεία. Τους ενήλικες δεν τους εμπιστευόταν.Κάθισε κατάχαμα. Δεν ήθελε τις καρέκλες. Άλλωστε ήξερε ότι δεν θα μπορέσει να μείνει πολύ. Θα τον έπιανε πάλι αυτή η νευρικότητα. Η τρεχάλα. Η λειτουργία ήταν υπέροχη. Ένιωθε πολύ όμορφα. Τον είχε συνεπάρει τόσο πολύ που ξέχασε τα τρελά βήματά του. Είχε ειρηνεύσει η ψυχή και το σώμα του. Μια γλυκιά υπερκόσμια ηδονή έρεε μέσα στο είναι του. Ποτέ δεν είχε νιώσει τέτοια θαλπωρή. Τέτοιο δυνατό, ζεστό και όμορφο συναίσθημα. Λες και κάποιος τον αγαπούσε. Λες και κάποια τον κρατούσε αγκαλιά. Αισθάνθηκε έναν γλυκό ύπνο να ξελογιάζει τα μάτια του. Έγειρε το κορμί του στο πάτωμα. Ξάπλωσε. Σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος και μάζεψε τα πόδια του στην κοιλιά του. Έγινε ένα κουβαράκι. Σαν μικρό παιδί. Μερικοί γέλασαν. Άλλοι πάλι εκνευρίστηκαν με την ασέβειά του. Τι στάση ήταν αυτή μέσα στο ναό και μάλιστα εν ώρα Λειτουργίας; Άσχημα πράγματα Μερικοί είπαν να τον ξυπνήσουν. Να τον σκουντήξουν. Ορισμένοι όμως που τον αγαπούσαν τούς εμπόδισαν. – Αφήστε τον. Δεν ενοχλεί κανένα. Εκείνος έδειχνε τόσο ευτυχισμένος. Τόσο χαρούμενος και γαλήνιος. Λουσμένος στο φώς. Έφεγγε μακαριότητα, που έλειπε από όλους τους επικριτές του και ας μιλούσαν με τόσο «σεβασμό» και θρησκευτικό στόμφο για τα τελούμενα μυστήρια. Εκείνος είχε την Χάρη και αυτοί τον νόμο. Η λειτουργία τελείωσε. Ο Σταυρός ήταν πλέον στην μέση του ναού. Στολισμένος με άνθη που μοσχοβολούσαν ελπίδα. Οι πιστοί είχαν σηκωθεί από τις θέσεις τους, σχηματίζοντας ουρές για το αντίδωρο. Αυτός δεν έλεγε να ξυπνήσει. Στην ίδια θέση γαλήνιος. Στην ίδια στάση ακίνητος και φωτεινός. Ο παπα Χρήστος είπε να φωνάξουν τους επιτρόπους. – Καλά δε βλέπετε το παλικάρι: Ξυπνήστε τον να πάρει κι αυτός αντίδωρο. Να πάει σπίτι του. – Σήκω, νεαρέ. Ξύπνα. Τελειώσαμε, είναι ώρα να πηγαίνεις. Εκείνος όμως είχε μόλις αρχίσει. Στο ναό είχε μείνει μονάχα το σώμα του. Η ψυχή του ταξίδευε. Στην εξόδιο ακολουθία ο ναός γέμισε από παιδιά και γέρους. Στην αυλή, μπροστά στην πόρτα, είχαν παραταχθεί σκύλοι και γάτες. Λες και κάποιος μυστικά τούς είχε ειδοποιήσει. Οι αγαπημένες του γιαγιάδες ξαγρύπνησαν δίπλα στο λείψανο του γλυκού «τρελού» τους. Όλοι οι «ανώνυμοι» ήταν εκεί. Τον έθαψαν όπως τον βρήκαν. Σε στάση εμβρύου. ΠΗΓΗ
They take us away from our homeland They take us away from our homeland And we are slaving down here in Babylon And we are slaving down here in Babylon
We are waiting on an opportunity We are waiting on an opportunity For the Black Star Liner which is to come For the Black Star Liner which is to come
So long Jah Jah, Jah Jah so long So long Jah Jah, Jah Jah so long We are waiting on the Black Star Liner We are waiting on the Black Star Liner Oh yeah!
Wait on Jah Wait on His works
Black man meekly wait and murmur not Meekly wait and murmur not For the Black Star Liner shall come For the Black Star Liner shall come Oh yeah, oh yeah For the Black Star Liner shall come To take us home, yeah For the Black Star Liner shall come You better do right For the Black Star Liner shall come, ooh yeah For the Black Star Liner shall come..
Η Σιβηρία, η παγωμένη «Γη του Σκότους», θεωρείται μια «κλασική» περιοχή Σαμανισμού όχι μόνο με την έννοια ότι από εκεί προέρχεται η λέξη saman αλλά και επειδή εκεί συναντάμε –ακόμη και σήμερα- ένα πλήθος αυτοχθόνων φυλών που διατηρούν διάφορες αυθεντικές μορφές Σαμανισμού.
Στις αχανείς εκτάσεις της παγωμένης Σιβηρίας επιβιώνουν πάνω από 100 αυτόχθονες φυλές, που ζουν απομονωμένες μέσα στην τούνδρα και στην τάιγκα.
Ο Σαμανισμός αποτελεί λοιπόν ένα κυρίως σιβηριανό, κεντρο-ασιατικό φαινόμενο. Μια από τις μεγαλύτερες αυτόχθονες φυλές της Σιβηρίας είναι οι Γιακούτ που πιστεύουν ότι ένα δέντρο με οκτώ κλαδιά υψώνεται από το «χρυσό αφαλό της Γης» και φτάνει μέχρι τον ουρανό. Είναι το γνωστό Δένδρο της Ζωής, κεντρικό στοιχείο σε κάθε μορφής Σαμανισμό.
Οι Σαμάνοι των Γιακούτ θεωρούν ότι έχουν για συμμάχους διάφορα ζώα και κυρίως τους αετούς και τις αρκούδες που –όπως πιστεύουν- προέρχονται από πνεύματα ανώτερων Σαμάνων. Ειδικότερα η αρκούδα θεωρείται ιερό ζώο και σύμβολο του Σαμάνου επειδή είναι από τα λίγα ζώα που θεραπεύει τις πληγές του.
Οι Γιακούτ της Σιβηρίας πιστεύουν ότι ο κάθε Σαμάνος φυλάει την ψυχή του-ή μία από τις ψυχές του-ενσαρκωμένη μέσα σε κάποιο ζώο, που το φυλάει κρυφό και μακριά από τον κόσμο. «Κανείς δεν μπορεί να βρει την εξωτερική ψυχή μου» καυχιούνται συχνά οι μάγοι τους.
Μια φορά το χρόνο, όταν λιώσουν οι πάγοι και η Γη σκοτεινιάσει εμφανίζονται οι εξωτερικές ψυχές των μάγων με την μορφή ζώων. Περιπλανιούνται παντού, αλλά δεν γίνονται αντιληπτές παρά μονάχα από τους ίδιους τους μάγους. Οι δυνατές ψυχές ουρλιάζουν και κάνουν θόρυβο, ενώ οι αδύναμες περιδιαβαίνουν σιωπηλές.
Συχνά πολεμούν μεταξύ τους και αν μια από αυτές νικηθεί τότε ο μάγος αρρωσταίνει ή πεθαίνει. Οι ψυχές των πιο αδύναμων μάγων ενσαρκώνονται με τη μορφή σκύλων, ενώ των πιο δυνατών με τη μορφή αλόγων, ελαφιών και αρκούδων.
Ο Σαμάνος της Σιβηρίας θεωρεί μεγάλη πρόκληση την πραγματοποίηση ενός ταξιδιού στον Κάτω Κόσμο. Η ψυχή του ταξιδεύει στον Κόσμο των Νεκρών πιασμένη από το λαιμό ενός γιγαντιαίου ερπετού. Για να γίνει όμως αυτό διασχίζει θεοσκότεινα δάση και ανεβαίνει άφοβα στα ψηλότερα βουνά. Τελικά ο Σαμάνος βρίσκει μια τρύπα στη Γη και αρχίζει το ταξίδι του προς το Βασίλειο του Κάτω Κόσμου. Εκεί στη Γη των Νεκρών τα πνεύματα των ασθενειών αρχίζουν να τον ζώνουν απειλητικά, αλλά εκείνος βρίσκει τον τρόπο να τα αποφύγει.
Στη συνέχεια ο Σαμάνος αντιμετωπίζει τον Άρχοντα του Κάτω Κόσμου, που ουρλιάζει και μουγκρίζει σαν μανιασμένος ταύρος. Με τεχνάσματα και δώρα απαλλάσσεται από τη φοβερή του παρουσία. Τελικά ο Σαμάνος επιστρέφει από τον Κάτω Κόσμο πάνω στα φτερά μιας τεράστιας αρσενικής χήνας. Μετά από όλη αυτή την δοκιμασία, ο Σαμάνος είναι πλέον σε θέση να σώσει τις ψυχές των άλλων θνητών.
Οι αρκούδες θεωρούνται πολύ σημαντικά ζώα στους σαμανιστικούς λαούς της Σιβηρίας. Οι Γκιλιάκς, λαός της φυλής των Τουνγκούζων της ανατολικής Σιβηρίας έχουν κάθε χρόνο τον Ιανουάριο τη γιορτή της αρκούδας: «Η αρκούδα είναι το αντικείμενο της πιο λεπτής φροντίδας ενός ολόκληρου χωριού και παίζει τον κυριότερο ρόλο στις θρησκευτικές τελετές»( Τζ. Φρέιζερ). Σκοτώνουν μια γριά θηλυκιά αρκούδα και ανατρέφουν το βρέφος της, χωρίς να το θηλάσουν.
Όταν μεγαλώσει την περιφέρουν στο χωριό και στα σπίτια, γιατί πιστεύουν ότι η αρκούδα χαρίζει ευλογία. Αφού την περάσουν από κάθε σπίτι, τη δένουν σε έναν πάσσαλο και τη σκοτώνουν με βέλη. Κόβουν το κεφάλι της, το στολίζουν και το τοποθετούν στο γιορτινό τραπέζι. Αφού ζητήσουν συγγνώμη από το πνεύμα της ψήνουν το κρέας της και το τρώνε. Τέλος χορεύουν όλοι μαζί, μιμούμενοι τις κινήσεις της αρκούδας.
Γιατί όμως όλη αυτή η επιμονή των σιβηριανών λαών στις αρκούδες; Η αρκούδα-παρά τη σπανιότητά της στη σημερινή εποχή-συνεχίζει να παίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή των κατοίκων της ανατολικής Σιβηρίας. Το τεράστιο μέγεθός της, η αγριότητά της και η ακατανίκητη πείνα καθιστούν την αρκούδα το πιο τρομερό ζώο της Σιβηρίας. Δεν είναι περίεργο λοιπόν που οι Γκιλιάκς-αλλά και οι άλλοι λαοί της Σιβηρίας- αντιμετωπίζουν αυτό το ζώο με δέος και το περιβάλλουν με ένα φωτοστέφανο δεισιδαιμονιών. Για παράδειγμα πιστεύουν ότι αν κάποιος σκοτωθεί παλεύοντας με μια αρκούδα η ψυχή του μεταναστεύει στο σώμα της.
H ταινία που χάρισε στους αδερφούς Ταβιάνι το Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών του 1977, μια επώδυνη ιστορία ενηλικίωσης φτιαγμένη από τα απομεινάρια του νεορεαλισμού και την ποίηση δύο μεγάλων δημιουργών του σινεμά.
Η πραγματική ιστορία του Γκαβίνο Λέντα, γιου ενός βοσκού στη Σαρφηνία, ο οποίος κατάφερε να ξεφύγει από τις σκληρές, σχεδόν βάρβαρες συνθήκες ζωής του και τον τυραννικό πατέρα του, καταφέρνοντας να γίνει ένας διακεκριμένος γλωσσολόγος και συγγραφέας. Σε ένα χωριό της Σαρδηνίας, ο μικρός Γκαβίνο εξαναγκάζεται από τον αυταρχικό πατέρα του να εγκαταλείψει το σχολείο για να φυλάει τα πρόβατα σε μια απομονωμένη στάνη.
Σκηνοθεσία Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι με τους: Ομέρο Αντονούτι, Σαλβέριο Μαρκόνι, Μαρτσέλα Μικελάντζελι
Οι ταινίες του Μισέλ Φράνκο χαρακτηρίζονται φεστιβαλικές και πλημμυρίζουν από ανθρωπιά παρά τον φαινομενικό συστημικό κυνισμό τους. Διακρίνονται δε από την, αδιόρατη αρχικά - κυρίαρχη τελικά, ιδιόρρυθμη ματιά του. Ο δρόμος του για να φτάσει στον πυρήνα των πραγμάτων είναι σκληρός και οδυνηρός, διαθέτει μυστήριο ελλειπτικό και ιδιαιτερότητες, απαιτεί υπομονή και πίστωση χρόνου. Η κάθαρση που προσφέρουν [ή μήπως όχι;] οι ταινίες του πατάει γερά στο αρχαίο δράμα αλλά σκάβει ο καθείς το δικό του δρομάκι προς τα εκεί.
Το χρονικό μιας αθωότητας αναφέρεται, εμμέσως πλην σαφώς, στο ακανθοστεφανωμένο, ολοένα πιο επίκαιρο, θέμα της ευθανασίας. Κεντρικό πρόσωπο ο Ντέιβιντ [Tim Roth], ένας ιδιωτικός νοσοκόμος, ο οποίος αναλαμβάνει να φροντίζει ασθενείς που βρίσκονται σε τελικό στάδιο, χωρίς επιστροφή. Η ιστορία του εξελίσσεται σε 97 πλάνα, τα περισσότερα μικρότερα του λεπτού, χωρίς μουσική υπόκρουση, παρά μόνο με ότι συλλαμβάνεται ως "φυσικός" ήχος από μια στατική κάμερα. Η αγάπη και η αφοσίωση που δείχνει στους αθεράπευτα πάσχοντες ανθρώπους υπερβαίνει τα εσκαμμένα μέχρις παρεξηγήσεως και συχνά αντιπαραβάλλεται με τις συμπεριφορές των όποιων συγγενών και το δράμα της αποτυχημένης προσωπικής του οικογενειακής ζωής.
Ο Μισέλ Φράνκο ανατέμνει συνεχώς το θέμα, όπως ίσως θα θυμάστε κι από το προηγούμενο αριστουργηματικό του πόνημα με τον υπαινικτικό τίτλο Μετά τη Λουτσία [2012]. Η χειρουργική του δεινότητα δεν είναι μανιέρα αλλά οδηγεί μινιμαλιστικά την ιστορία σε ανυπολόγιστες ατραπούς, μέχρι την αναπάντεχη τελική λύτρωση, η οποία όμως δεν αναιρεί ούτε νομιμοποιεί τίποτε έναντι του συστήματος. Η δηκτικότητά του επαφίεται διαρκώς στην κρίση του θεατή και μάλιστα προκαλεί διαρκώς την επανεξέταση και την κρίση μας. Ο Τιμ Ροθ προσφέρει απλόχερα μια χαμηλότονη ερμηνεία των πραγμάτων και μεταστοιχειώνει το πεζό ποίημα σε τροχαίο.
O Σαμανισμός είναι κατεξοχήν θρησκευτικό σιβηρικό και κεντροασιατικό φαινόμενο.
Μαρτυρήθηκε και περιγράφηκε από τους πρώτους ταξιδιώτες και περιηγητές της κεντρικής και Αρκτικής Ασίας.
Εξελίχθηκε πριν από την ανάπτυξη της ταξικής κοινωνίας κατά τη Νεολιθική περίοδο και την Εποχή του χαλκού.
Τον ασκούσαν λαοί που ζούσαν στο κυνηγετικό και καρποσυλλεκτικό στάδιο και συνέχισε να υφίσταται, κάπως τροποποιημένος, σε λαούς που είχαν φτάσει στο στάδιο της γεωργίας και της κτηνοτροφίας.
Ο όρος προέρχεται από τη λέξη saman (σαμάν) , σύνθετη από το ρήμα sa, που σημαίνει γνωρίζω και man, που σημαίνει αυτός (σαμάν = αυτός που γνωρίζει). Σαμάνος είναι ένας μάγος και ένας γιατρός. Λογίζεται ότι θεραπεύει όπως όλοι οι γιατροί και επιχειρεί φακιρικά θαύματα, όπως οι μάγοι. Αλλά είναι επίσης και ψυχοπομπός και μπορεί να είναι και ιερέας, μυστικός και ποιητής...
Στη μεγάλη έκταση που περιλαμβάνει το κέντρο και τον Βορρά της Ασίας, η μαγικό - θρησκευτική ζωή της κοινωνίας είναι συγκεντρωμένη γύρω από το σαμάνο. Φυσικά δεν είναι ο μοναδικός χειριστής του ιερού, ούτε έχει μονοπωλήσει τη θρησκευτική δραστηριότητα. Σε πολλές φυλές ο ιερέας - θύτης συνυπάρχει με το σαμάνο.
Ο σαμάνος παραμένει κυρίαρχη μορφή, γιατί σ' όλη αυτή τη ζώνη όπου η εκστατική εμπειρία βασίζεται κατεξοχήν στη θρησκευτική εμπειρία, ο σαμάνος και μόνο αυτός είναι ο μεγάλος δάσκαλος της έκστασης. Έτσι ένας πρώτος ορισμός αυτού του πολύπλοκου φαινομένου, θα ήταν Σαμανισμός = τεχνική της έκστασης. Αφού η έκσταση είναι ψυχοσωματικό φαινόμενο, που μπορεί να παρουσιάσει κάθε άτομο που έχει την ικανότητα γι' αυτό, η ουσία, όμως του Σαμανισμού, δεν έγκειται σ' αυτό καθεαυτό το φαινόμενο, αλλά στις ειδικές πράξεις, γνώσεις και αντικείμενα που συνδέονται με την κατάσταση της έκστασης.
Μαγεία και μάγοι συναντώνται σχεδόν παντού στον κόσμο, ενώ ο Σαμανισμός καταμαρτυρά μια ιδιαίτερη μαγική "ειδικότητα" : "την κυριαρχία της φωτιάς", το μαγικό πέταγμα, κ.λ.π. Από αυτό το γεγονός, αν και ο σαμάνος είναι, μεταξύ των άλλων ιδιοτήτων του και ένας μάγος, ο οποιοσδήποτε μάγος δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν σαμάνος. Αυτός ο τελευταίος είναι ειδικός μιας έκστασης στην διάρκεια της οποίας, η ψυχή του θεωρείται ότι εγκαταλείπει το σώμα για να επιχειρήσει αναβάσεις στα ουράνια ή καθόδους στην κόλαση. Ο σαμάνος είναι αυτός που "βλέπει τα πνεύματα" και το να δεις ένα πνεύμα στα όνειρά σου ή ξύπνιος, είναι σημάδι ότι έχεις φτάσει σε μια "πνευματική κατάσταση", δηλαδή ότι ξεπέρασες την αμύητη ανθρώπινη κατάσταση.
Στις αρχές του 20ού αι. οι Ευρωπαίοι
καλλιτέχνες άρχισαν να εκδηλώνουν το ενδιαφέρον τους προς την αφρικανική τέχνη
σχεδόν αποκλειστικά από αισθητική άποψη, χωρίς να εμβαθύνουν στο νόημα που
είχαν οι εκφάνσεις της, τη σημασία και τη λειτουργικότητά της.[..]
Μια έκθεση,το 1906 στο Λονδίνο,
συνάρπασε το ζωγράφο André Derain. Ο Modigliani έστρεψε το ενδιαφέρον του στις
ανθρώπινες μορφές μέσα από τις μάσκες των Baoulé, των Ibo και των Fang,
αντλώντας σημαντική επιρροή από αυτές. Ο Georges Braque παραδέχεται τους νέους
ορίζοντες που του άνοιξαν οι αφρικανικές μάσκες.
Η
αφρικανική τέχνη ανακάλυψε πρώτη, πριν τους Ευρωπαίους, την αφηρημένη τέχνη.
Ο Picasso υπήρξε ο πρώτος που κατάφερε
να εκμεταλλευτεί τον συγκινησιακό χαρακτήρα της αφρικανικής τέχνης.[..] Ο
Αφρικανός καλλιτέχνης όμως δεν αντιλαμβάνεται το έργο του ως καλλιτεχνική
δημιουργία. Η τέχνη δεν αποτελεί γι’ αυτόν ανάγκη ατομικής έκφρασης. Το έργο
του δεν αποτελεί προσωπική του αντίληψη για τον κόσμο που τον περιβάλλει, αλλά
έκφραση της αντίληψης της κοινότητας που δεν του αφήνει ιδιαίτερα περιθώρια για
αυτοσχεδιασμό και εκδήλωση της φαντασίας του.
Παρά ταύτα χρησιμοποιούμε τον όρο «τέχνη»
δεδομένου ότι το σύνολο της λαϊκής αυτής δημιουργίας εκφράζει τα πολιτισμικά
χαρακτηριστικά των ανθρώπων που ζουν στην ήπειρο αυτή. José Francisco Ortega
Viota «[..] Μόνο μια ισχυρή γεννητικότητα μπορούσε να ανασχέσει αυτές τις
αρνητικές επιπτώσεις στον πληθυσμό της ομάδας.
Τα αγαλματίδια αυτά αποτελούν τις
συμβολικές αναπαραστάσεις της Μητέρας που δίνει ζωή και που με τις υπερφυσικές
της ικανότητες δεν αρκείται απλά να εξασφαλίζει την τροφή. [..]Αρχέτυπη μορφή
και πηγή ζωής, αναπαριστά την ουσία ολόκληρης της κοινότητας, με όλες τις
αρετές που συνδέονται με αυτή [..]αναφορά – σε επίπεδο ιερό – της διαιώνισης
και της συνέχειας,[..]» « Σε ότι αφορά στους νεκρούς,[..]Τα πολιτισμένα έθνη
έχουν, για την συντήρηση της μνήμης τεχνικές όπως τα γράμματα και οι
τέχνες,[..] γεγονότα που είναι καταγεγραμμένα στα χρονικά.
Τίποτε από όλα αυτά δεν έχουν οι λαοί
της μοναξιάς. Το όνομά τους δεν είναι καν γραμμένο στα δέντρα, οι καλύβες τους
κτισμένες μέσα σε ελάχιστο χρόνο καταστρέφονται εξίσου γρήγορα, το σημάδι του
οργώματός τους δεν φαίνεται. Τα παραδοσιακά τους τραγούδια χάνονται με την
τελευταία μνήμη που τα συγκρατεί, και σβήνουν με την τελευταία φωνή που τα
τραγουδά.
Οι φυλές του Νέου Κόσμου δεν έχουν
λοιπόν παρά ένα μνημείο μνήμης, τον τάφο. Αν αφαιρέσετε τα οστά των πατέρων
τους είναι σαν να αφαιρείτε την ιστορία τους, τους νόμους τους, ακόμα και τους
θεούς τους. Είναι σαν να αρπάζετε από τους ανθρώπους αυτούς, ανάμεσα στις
μελλοντικές γενιές, την απόδειξη την ύπαρξής τους όπως και αυτήν της εξαφάνισής
τους». Jean-Claude Gouigoux *μετ/ση: Νίκος Μεταξίδης
Ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα στη διαχρονική πορεία των Ιατροβιολογικών Επιστημών θεωρείται η ολοκλήρωση της μελέτης του ανθρώπινου γονιδιώματος, γεγονός το οποίο, κατά γενική παραδοχή, θα επηρεάσει την πορεία του ανθρώπινου γένους σε όλες τις μελλοντικές γενιές. Ο Dr. Francis S. Collinsείναι ένας από τους εξέχοντες γενετιστές της Αμερικής, που για πολύ καιρό υπήρξε ο επικεφαλής του Σχεδίου Ανθρώπινου Γονιδιώματος.Στο βιβλίο του “The Language of God”, “Η γλώσσα του Θεού”, κατόρθωσε αφενός μεν να παρουσιάσει με εύληπτο τρόπο το δυσνόητο για τον μη διαθέτοντα ειδικές γνώσεις κεφάλαιο της γενετικής δομής του ανθρώπινου γονιδιώματος, αφετέρου δε να καταγράψει το γενικότερο μακροχρόνιο
επιστημονικό και φιλοσοφικό προβληματισμό του και να παρουσιάσει με απλότητα, με αφοπλιστική ειλικρίνεια, με συγκλονιστική περιγραφή τις ψυχικές του μεταπτώσεις, πριν την αναγνώριση και την ομολογία της υπάρξεως του Θεού και της πίστης του σε Αυτόν.Εξετάζει και απορρίπτει διάφορες απόψεις, από την αθεΐα ως τον Δημιουργισμό της νεαρής Γης, μαζί με τον αγνωστικισμό και αυτό που επικράτησε να ονομάζεται “Ευφυές Σχέδιο”.Προτείνει πίστη στην Επιστήμη και πίστη σε έναν ενεργό και στοργικό Θεό, που δημιούργησε το ανθρώπινο γένος με εξελικτικές διαδικασίες.
Β.Η πίστη στον ζωντανό Θεό της Αγίας Γραφής και η Επιστήμη μπορούν να συνυπάρξουν
Ιδιαίτερα τελευταία, παρατηρείται ένταση μεταξύ της πίστης στον Θεό και της Επιστήμης. Έχουμε από τη μία πλευρά επιστήμονες σαν τον Ρίτσαρντ Ντόκινς και τον Στήβεν Πίνκερ που βλέπουν τη θρησκεία σαν ένα απομεινάρι του προεπιστημονικού δεισιδαιμονικού παρελθόντος, που η ανθρωπότητα πρέπει να εγκαταλείψει πια. Από την άλλη, οι Χριστιανοί διατείνονται ότι η επιστήμη τείνει στον ηθικό μηδενισμό και είναι ανίκανη να εξηγήσει τα θαύματα γύρω μας. Αυτό το κενό έρχεται να καλύψει ο Φράνσις Κόλλινς. Ο ίδιος αποτελεί μία τρανταχτή απόδειξη ότι η πίστη στον ζωντανό Θεό της Αγίας Γραφής και η Επιστήμη μπορούν να συνυπάρξουν. Ως διευθυντής του προγράμματος για το ανθρώπινο γονιδίωμα (Human Genome Project) ο Κόλλινς είναι μεταξύ των κορυφαίων επιστημόνων του κόσμου, επικεφαλής ενός προγράμματος με κόστος δισεκατομμυρίων δολαρίων, που στοχεύει στην κατανόηση της φύσης του ανθρώπινου οργανισμού και τη θεραπεία παθήσεων. Κι όμως, στο βιβλίο του Η γλώσσα του Θεού περιγράφει πώς γνώρισε τον Χριστό ως Σωτήρα του το 1978 και από τότε είναι ένας πιστός Χριστιανός. «Ο Θεός της Αγίας Γραφής είναι και ο Θεός του γονιδιώματος», γράφει, «μπορεί να Τον λατρέψει κάποιος στην εκκλησία αλλά και στο εργαστήριο».
Εκατομμύρια
παιδιά ανά τον κόσμο καθημερινά, πάνε στο σχολείο. Συνήθως είναι μια πολύ απλή
διαδικασία όχι όμως για την μικρή Μπαχτάι (Νικμπάκτ Νορούζ), που ζει στο
Αφγανιστάν. Στην πολυπαθή αυτή χώρα, ακόμα και η διαδρομή για το σχολείο,
μπορεί να εξελιχθεί σε...διαδρομή θανάτου.
Η περιοχή στην οποία βρίσκεται το σπίτι
της έχει μόλις βομβαρδιστεί αλλά η μικρή Μπαχτάι είναι αποφασισμένη να πάει στο
σχολείο. Μετά από πολλούς κόπους, θα αποκτήσει το πολυπόθητο αλλά και
απαραίτητο για κάθε μαθητή τετράδιο και θα ξεκινήσει να πάει στο σχολείο. Η
διαδρομή όμως θα εξελιχθεί σε...θρίλερ και η μικρή θα πρέπει να καταφέρει να
επιβιώσει από τα μοχθηρά σχέδια κάποιων αγοριών που έχουν αποφασίσει να την
εξοντώσουν. ΦΕΣΤΙΒΑΛ
ΣΑΝ ΣΕΜΠΑΣΤΙΑΝ 2007 ΜΕΓΑΛΟ ΒΡΑΒΕΙΟ
CRYSTAL BEAR ΚΑΛΥΤΕΡΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ ΦΕΣΤΙΒΑΛ
ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 2008 Σκηνοθεσία
: Χάνα Μακμαλμπάφ
Λίγα
λόγια από την Χάνα Μακμαλμπάφ Το
Αφγανιστάν είναι μια περίεργη χώρα. Τα τελευταία 25 χρόνια, η διακυβέρνηση έχει
αλλάξει πολλά χέρια: από την κομμουνιστική Ρωσία και τους Ταλιμπάν, στους
Χριστιανούς αλλά και αθεϊστές Δυτικούς. Κάθε νέο καθεστώς που αναλάμβανε τη
διακυβέρνηση της χώρας, προσπαθούσε να διορθώσει τις ατασθαλίες των
προηγούμενων. Και τελικά η κατάσταση όλο και χειροτέρευε. Το Αφγανιστάν πλέον
έχει ισοπεδωθεί, σχεδόν όλο. Τα
γυρίσματα έγιναν στην πόλη Μπαμιάμ. Στην πόλη αυτή δεν έχουν καν τηλεόραση
οπότε δεν καταλαβαίνουν καθόλου τι σημαίνει να βλέπεις τον εαυτό σου μέσα σε
αυτό το κουτί. Πιστεύω ότι το πραγματικό σχολείο των παιδιών είναι να
παρατηρούν τις συμπεριφορές των μεγάλων. Για παράδειγμα, πριν μερικά χρόνια σε
αυτή την πόλη έγινε μια φρικτή σφαγή όπου πολλοί άντρες και αγόρια
αποκεφαλίστηκαν μπροστά στα μάτια των γυναικών. Αντίθετα με τα παιδιά που
μεγαλώνουν στην Αμερική που βλέπουν τη βία στο Χόλιγουντ, τα παιδιά στο
Αφγανιστάν τη βιώνουν. Όταν όμως
αυτά τα παιδιά θα ενηλικιωθούν, πώς θα μάθουν να συνυπάρχουν αλλά και να
διαχειρίζονται το μέλλον της χώρας τους. Ακόμα και τα παιχνίδια των παιδιών,
έχουν πλέον πολεμικό ύφος. Το φιλμ
δεν έχει ήρωες. Ακόμα και το κοριτσάκι που πρωταγωνιστεί δεν τη θεωρώ ήρωα
γιατί δεν καταφέρνει να πετύχει το σκοπό της. Δεν έχει επιλογές. Σε κάθε
σχολείο που πηγαίνει, ζητάει να της πουν ένα αστείο αλλά κανείς δεν της λέει.
Παρόλα αυτά μαθαίνει πάρα πολλά άλλα πράματα στη διάρκεια αυτού του ταξιδιού. Παρόλο
που η ταινία δεν γυρίστηκε στο Ιράν, συνδυάζει αυτά που έχω να πω σχετικά με αυτές
τις δύο τόσο όμοιες χώρες: το Ιράν και το Αφγανιστάν. Και οι δύο κοινωνίες
έχουν παρόμοια κοινωνικοπολιτικά προβλήματα. Έχω γράψει πολλές ιστορίες που
εκτυλίσσονται στο Ιράν αλλά δυστυχώς δεν έχω άδεια να γυρίσω ταινία στην χώρα
μου. Ίσως μια μέρα στο μέλλον να τα καταφέρω.
Mongolian shamanism is an all-encompassing system of belief that includes medicine, religion, a cult of nature, and a cult of ancestor worship. Central to the system were the activities of male and female intercessors between the human world and the spirit world, shamans (böö) and shamanesses (udgan). They were not the only ones to communicate with the spirit world.
Σύμφωνα με την περσική μυθολογία, υπάρχει μια μαγική πέτρα που τη βάζεις μπροστά σου και της λες όλα σου τα βάσανα, τους πόνους, όλα σου τα μυστικά...Μέχρι που μια μέρα η πέτρα σκάει, εκρήγνυται. Κι εκείνη ακριβώς τη μέρα λυτρώνεσαι. Μια νεαρή γυναίκα, σε μια μουσουλμανική χώρα που βρίσκεται σε πόλεμο, μιλά στον άντρα της που είναι σε κώμα, για τη σχέση τους, τα όνειρά της, τη ζωή της, τα θέλω της, για τον πόλεμο, τη βία, τη θρησκεία, το φόβο, τον έρωτα. Του εξομολογείται για πρώτη φορά αλήθειες που ίσως κάθε γυναίκα σ' αυτόν τον κόσμο, θέλει να πει στο σύντροφο της αλλά δεν το τολμά. Και μάλλον κρύβει μέσα της, αλήθειες γυναικών από κάθε γωνιά της γης. Σε αυτό το παραλήρημα, αποφασίζει να του φανερώσει και τα πιο μεγάλα μυστικά της. Έτσι, ο άντρας της, γίνεται γι' αυτήν η πέτρα της υπομονής. Επίσημη πρόταση του Αφγανιστάν για το Ξενόγλωσσο Όσκαρ 2013 Σκηνοθεσία Ατίκ Ραχιμί με τους Γκολσίφτεχ Φαραχανί, Χαμίντ Τζαβαντάν, Μασί Μροβάτ
Ο κύκλος βραβεύτηκε με το Χρυσό Λιοντάρι της Βενετίας και με το Α’ βραβείο της Διεθνούς Ένωσης κριτικών FIPRESCI. Ωστόσο, η προβολή της απαγορεύτηκε δια νόμου στο Ιράν. Η ταινία περιγράφει τις παράλληλες πορείες γυναικών στην Τεχεράνη. Αυτές οι γυναίκες θύματα μιας παράλογης νομοθεσίας που έχει θέσει ολόκληρο το γυναικείο φύλο σε κατάσταση διωγμού, προσπαθούν στη διάρκεια της ημέρας να διαφύγουν τη σύλληψη. Η κάμερα του σκηνοθέτη παρουσιάζει τις γυναίκες ακολουθώντας έναν κύκλο, περνώντας από τη μια στην άλλη , για να μας αφηγηθεί τις ατομικές ιστορίες τους, φτάνοντας ως το φινάλε όπου ο κύκλος κλείνει με την κάμερα να επιστρέφει στη γυναίκα της πρώτης ιστορίας. Κύκλος- φαύλος κύκλος είναι η ζωή της γυναίκας σε μια κοινωνία στην οποία η ίδια θεωρείται πολίτης δεύτερης κατηγορίας και χρειάζεται την ανδρική «καθοδήγηση» και «προστασία» χωρίς κανένα περιθώριο προσωπικών επιλογών.
Ο Jafar Panahi, ένας από τους σημαντικότερους εκφραστές του Νέου Ιρανικού Κύματος, καταδικάστηκε το 2010 σε ποινή εξαετούς φυλάκισης και εικοσαετούς στέρησης εξόδου από τη χώρα, με την κατηγορία της υπονόμευσης του ιρανικού κράτους, και της συμμετοχής σε συγκεντρώσεις και προπαγάνδα εναντίον του καθεστώτος. Τα θέματά του, εστιάζουν στη ζωή των αδύναμων υπό το καθεστώς του Ιραν, και κυρίως επικεντρώνεται στα βιώματα των γυναικών, παρουσιάζοντας μία μη στερεοτυπική εικόνα τους, καταγράφοντας- όπως λέει και ο ίδιος -την πραγματικότητα την οποία ζει. Μία τέτοια ταινία, αποτελεί και το “The Circle”, η οποία παρουσιάζει μία σειρά από γεγονότα τα οποία συνδέονται με έναν ιδιαίτερο τρόπο, αποκαλύπτοντας τους ισχυρούς δεσμούς αλληλεγγύης ανάμεσα στις γυναίκες στο Ιράν. Ο Panahi, έχει βραβευτεί πολλές φορές μεταξύ άλλων στο φεστιβάλ των Καννών και στη Berlinale, με πιο πρόσφατη του την διάκριση της “χρυσής αρκούδας” για την καλύτερη ταινία του φεστιβάλ το 2015. Πρόκειται για την ταινία “Τaxi” την οποία σκηνοθέτησε με απόλυτη μυστικότητα,παραβαίνοντας κάθε περιορισμό, και δείχνοντας για ακόμη μία φορά τη δύναμη της αγάπης για τον κινηματογράφο, και τη σημασία να δημιουργεί κανείς ταινίες, και να φωτίζει τις άγνωστες πτυχές της κοινωνίας στην οποία ζει. Σκηνοθεσία : Jafar Panahi Παίζουν : Maryiam Palvin Almani, Nargess Mamizadeh, Mojgan Faramarzi, Elham Saboktakin ΠΗΓΗ
Μια ταινία που
αναδεικνύει τη σημαντικότητα της σχέσης εκπαιδευτικού και μαθητή, το διορθωτικό
ρόλο που μπορεί να έχει το σχολείο, απέναντι στην οικογένεια και την κοινότητα.
Ένας εκπαιδευτικός που
μπορεί να εμπνεύσει και να εμπνευστεί από τους μαθητές του, μπορεί και να τους
βοηθήσει να αναπτύξουν την αυτοεκτίμηση τους, το αίσθημα ότι μπορούν να τα
καταφέρουν. Κανένας δεν είναι καταδικασμένος αν κάποιος πιστέψει σε αυτόν, και αυτός
πιστέψει στον εαυτό του.
Η ταινία βοηθά να κατανοήσουμε τι χρειάζονται τελικά τα παιδιά του "τελευταίου θρανίου" και τι θέλουν να μας πουν, με την σιωπή τους και την απομόνωσή τους.
Ο παιδαγωγικός ρόλος
του εκπαιδευτικού θα πρέπει να είναι πάνω, πολλές φορές, από τον εκπαιδευτικό
ρόλο, και το σχολικό σύστημα θα πρέπει να ενισχύσει τις δεξιότητες και τις
ικανότητες του παιδιού να το βοηθήσει να πιστέψει στον εαυτό του και να πατήσει
γερά στα πόδια του.
¨Ένας νέος και
άπειρος δάσκαλος ο Άρης Σιούτης, αναλαμβάνει την έκτη τάξη ενός δημοτικού
σχολείου στην Αθήνα. Από τις πρώτες κιόλας μέρες την προσοχή του
τραβάει ένας πολύ αδύναμος μαθητής, ο Λευτέρης.
Σιγά-σιγά, ο δάσκαλος
ανακαλύπτει ότι ο Λευτέρης είναι πολύ ευαίσθητο παιδί, με ιδιαίτερες ικανότητες
και έχει μάλιστα συναρμολογήσει μόνος το ποδήλατό του.
Παρά την αντίθετη
γνώμη του διευθυντή του σχολείου, αλλά και τις αντιρρήσεις του ευρύτερου
περιβάλλοντος, αποφασίζει να τον βοηθήσει.
Αρχίζει να του κάνει
ιδιαίτερα μαθήματα, του μαθαίνει τις αριθμητικές πράξεις και ανάγνωση, και τον
ορίζει ταμία στην έκθεση σχολικού βιβλίου. Μια μέρα που ο Άρης είναι άρρωστος
και απουσιάζει από την τάξη, επιστρέφει ο παλιός δάσκαλος κι ο Λευτέρης
ξαναγίνεται ο περίγελος των συμμαθητών του.
Απελπισμένος εγκαταλείπει
το σπίτι του και ξεκινάει για τον Πλαταμώνα, για να συναντήσει τον παππού του.
Στην παραλία τον βρίσκει ο Άρης που προσπαθεί να τον κάνει να ανακτήσει τη
χαμένη του αυτοπεποίθηση.