Σε
λίγα λεπτά θα άρχιζε η κηδεία. Όλοι περίμεναν να έρθει ο Αρχιεπίσκοπος και ένας
υφυπουργός της Κυβέρνησης, ενώ ο ναός ήταν γεμάτος. Φίλοι, γνωστοί, περαστικοί,
μισητοί και αγαπημένοι, όλοι εδώ. Από το πρωί είχαν περάσει εκατοντάδες.
Βλέπεις, ο πατέρας ήταν από τους πιο πλούσιους άνδρες της πόλης.
|
Όλοι
ήθελαν να έχουν καλές σχέσεις μαζί του. Σχεδόν κανείς δεν τον αγαπούσε. Απλά
προτιμούσαν να τα έχουν καλά μαζί του. Ισχυρός οικονομικός άνδρας. Όλο και κάτι
θα κέρδιζαν από αυτόν. Φίλους δεν είχε. Κόλακες και επαίτες της δύναμης του
πάρα πολλούς.
Θυμάμαι,
μικρό κορίτσι ακόμη, πως όπου πηγαίναμε μαζί όλες οι πόρτες άνοιγαν. Μας
υποδέχονταν. Υποκλινόντουσαν στο πέρασμα του. Μας χαμογελούσαν περίεργα. Δίχως
φως. Σκοτεινά. Ψεύτικα. Με συσπασμένο πρόσωπο. Όχι πάντως με καρδιά.
Ακόμη
και στην εκκλησία τον υποδέχονταν στην πόρτα. Ένας ιερέας με ράσα και χρυσό
σταυρό στο στήθος. Με τα ίδια στητά χαμόγελα. Με συνεχείς υποκλίσεις στα βήματα
του. Οδηγούσε τον πατέρα δίπλα από τον δεσποτικό θρόνο σε περίοπτη θέση. Εμένα με
έπαιρναν οι κυρίες του φιλόπτωχου και με έβαζαν να κάτσω στην θέση των
γυναικών. Μπροστά. Στις πρώτες καρέκλες που διέφεραν από τις άλλες. Ήταν
σκαλιστές, με κόκκινο βελούδινο κάθισμα. Είχαν μεγάλους δικέφαλους αετούς στην
πλάτη. Πίσω μου, γριούλες, άνθρωποι του πόνου και του μόχθου καθόντουσαν σε
κάτι απλές καρεκλούλες, με τρεμάμενα πόδια όπως τα δικά τους. Ντρεπόμουν.
Αισθανόμουν ενοχές. Όσες φορές, όμως, τόλμησα και το είπα στον πατέρα, με
μάλωσε.
- Σώπα. Έτσι
είναι το πρωτόκολλο. Δεν είμαστε όλοι ίδιοι. Έτσι πρέπει.
Αυτό
το «πρέπει» δεν το κατάλαβα ποτέ. Πρέπει το ένα, πρέπει το άλλο, και η ζωή μας
όλοι μέσα σε πρέπει και μη. Μια ζωή πεταμένη σε πρωτόκολλα και τύπους. Αργότερα
κατάλαβα και έκλαψα πολύ.
Έγραψαν και οι εφημερίδες για τον πατέρα.
Είπαν τα κανάλια. Είχαν ρεπορτάζ για την ζωή του και τον τρόπο που πέθανε. Ο
τοπικός τύπος έβαλε πρωτοσέλιδες φωτογραφίες. Ήθελαν να μου πάρουν συνέντευξη.
Αρνήθηκα. Ήξερα ότι ούτε αυτοί τον συμπαθούσαν. Απλά φιλούσαν το χέρι που δεν
μπορούσαν να δαγκώσουν. Γνώριζα καλά τις κόντρες τους. Όπως και ότι ο πατέρας
έλεγχε τις περισσότερες τοπικές εφημερίδες, καθώς και κάποια κανάλια και
ραδιοφωνικούς σταθμούς. Διαφορετικά δεν θα του έδινε κανείς σημασία. Όμως ήταν
μεγαλομέτοχος. Τα πρωτοσέλιδα του ανήκαν.
Χτύπησε η
καμπάνα. Αργά, πένθιμα, επιβλητικά. Ο ναός κατάμεστος. Όλοι οι πολυέλαιοι
αναμμένοι. Στον σολέα του ναού, η μάνα, εγώ και ο αδελφός μου. Απέναντι μας ο δήμαρχος και οι βουλευτές. Στην
μέση ο πατέρας. Πάνω στο στασίδι, δίπλα στο θρόνο του επισκόπου, ο υφυπουργός.
Και από κάτω ο λαός.
- «Ευλογητός ο
θεός...» και όλα ξεκίνησαν. Ψαλμοί, τροπάρια, ύμνοι, προσευχές από τους
αρχιερείς, ιερείς και ψαλτάδες. Θα ήταν τουλάχιστον δέκα δεσποτάδες. Το λιγότερο
τριάντα παπάδες και ένας αρκετά μεγάλος χορός ψαλτάδων. Η μάνα είχε ζητήσει από
τον προϊστάμενο του ναού να φέρει τους καλύτερους και εκείνη θα πλήρωνε όσο
χρειαζόταν. Αρκεί να έψελνε τον πατέρα χορωδία. Δεν της αρνήθηκε. Ήξερε ότι
κάτι θα κέρδιζε από την οικογένεια. Γενικά, κανείς δεν αρνιόταν στις επιθυμίες
της οικογένειας.
Κοιτούσα τον πατέρα μέσα στο φέρετρο και
σκεπτόμουν πολλά. Γιατί όλες αυτές οι τιμές; Τι εξυπηρετούσαν; Σε τι βοηθούσε
αυτό τον πατέρα μου, το ταξίδι της ψυχής του ή εμάς που πενθούσαμε; Τελικά
κατέληξα σύντομα στο συμπέρασμα ότι όλο αυτό το σκηνικό είχε στηθεί για να
εξυπηρετήσει ένα ψέμα, μέσα στο οποίο ζούσαν όλοι οι πρωταγωνιστές του. Ο
πατέρας πάντα κάπου τούς χρησίμευε. Ακόμη και τώρα ό,τι έλεγαν και ό,τι
έπρατταν στην κηδεία του, κάποιο όφελος θα επέφερε.
Βέβαια
και εκείνος με την ίδια λογική τούς έβλεπε. Ο ένας χρησιμοποιούσε τον άλλο. Ο
πατέρας δεν είχε φίλους. Αλλά, για να λέμε την αλήθεια, δεν θέλησε να έχει. Δεν
τον ενδιέφερε. 'Οπως άλλωστε δεν τον ενδιαφέραμε κι εμείς. Η ζωή του ήταν οι
επιχειρήσεις, οι μπίζνες, οι εργολαβίες, τα λεφτά και η οικοδόμηση του
προσωπικού του μύθου. Τα λεφτά
και η δόξα. Αυτός ήταν
ο κόσμος του. Αυτός ο Θεός του. Τίποτα δεν έκανε που να μην αποσκοπεί σε αυτά τα δυο. Το γέλιο του, τα αστεία του, οι
γενναιοδωρίες και φιλανθρωπίες του, οι σχέσεις του με τους ανθρώπους ήταν
μονάχα ένα σχέδιο. Μια σκοπιμότητα. Στο τέλος δεν έφτιαξε τίποτε άλλο πέρα από
την απόλυτη δυστυχία του.
Στην
πραγματικότητα ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε για κανένα άνθρωπο πέρα από τον εαυτό
του. Ούτε για εμάς. Η μοναδική σχέση που είχε μαζί μας ήταν η περιουσία που θα
έπρεπε να φτιάξει, ώστε πεθαίνοντας να την κληρονομήσουμε. Η αγωνία του ήταν
να στεφθούμε άξιοι διάδοχοι της οικονομικής αυτοκρατορίας του. Του ονόματος
του.
Δεν
ξέρω, αλλά είμαι λιγάκι μπερδεμένη. Τον λυπάμαι. Συγχρόνως όμως τον σιχαίνομαι.
Αισθάνομαι ότι ο άνθρωπος αυτός δεν αγάπησε ποτέ κανένα και τίποτα. Όλη η ζωή
του ένα ψέμα θεμελιωμένο σε χάρτινους πύργους. Το χέρι του δεν το ένιωσα ποτέ
να με χαϊδεύει. Την αγκαλιά του δεν την αισθάνθηκα. Ούτε τι γεύση είχε το φιλί
του, η πατρική του αγάπη. Πρωί έφευγε, μεσάνυχτα γυρνούσε. Άλλοτε έλειπε για
μήνες στο εξωτερικό. Μονάχα κάποιες Κυριακές ή μεγάλες γιορτές καθόταν στο
σπίτι. Αλλά όχι μαζί μας. Κλειδωμένος στο γραφείο του, μιλώντας με τις ώρες
στα τηλέφωνα. Φαΐ πολύ. Ρούχα αρκετά. Αγάπη καθόλου. Αυτός βέβαια πίστευε ότι
έκανε το καλύτερο για εμάς. Ποιος άλλωστε άνθρωπος βλέπει την τύφλωση του.
- Εάν έχω κάνει όλη αυτή την περιουσία,
κόρη μου, για ποιον την έκανα; Για σένα και τον αδελφό σου.
Ούτε καν περνούσε από το μυαλό του ότι
εγώ όλη αυτή την αμύθητη περιουσία του την είχα γραμμένη.
Η νεκρώσιμη
ακολουθία έφτανε στο τέλος. Σκέψεις, ερωτηματικά,
και πολλή οργή για το ψέμα του πατέρα, που πλέον στην τοπική κοινωνία έπαιρνε
διαστάσεις θριάμβου. Μια ζωή ψεύτικη θριαμβολογούσε την κενότητα της.
Κάποια στιγμή
βλέπω τον επίσκοπο να σιωπά. Οι διάκονοι τού φτιάχνουν το μικρόφωνο. Είχε
έρθει η ώρα που φοβόμουν πιο πολύ από όλη την σημερινή ημέρα. Οι εκφωνήσεις
λόγων. Ένα τρομερό μαρτύριο άρχιζε για μένα. Ένας-ένας όλοι οι επίσημοι της
πόλης θα έπαιρναν το λόγο για να εκθειάσουν τον πατέρα. Να πουν πόσο καλός
άνθρωπος υπήρξε, πόσο δημιουργικός και σπουδαίος επιχειρηματίας, στοργικός
πατέρας και σύζυγος, και άλλα τόσα ψέματα, που κανείς από όλους εκείνους δεν
μπορούσε να φανταστεί πόσο πόνο και οδύνη είχαν κοστίσει στην ψυχή μου.
- 0 σημερινός κεκοιμημένος αδελφός μας
υπήρξε ένα μεγάλος κοινωνικός ευεργέτης. Φρόντισε και έθρεψε δεκάδες ορφανά,
ακούστηκε η φωνή του επισκόπου.
Ένιωσα
ναυτία. Ζάλη απλώθηκε στο βλέμμα μου. Το κορμί μου άρχισε να ουρλιάζει με
σπασμούς. Η αγάπη που δεν ένιωσα, η οργή για το ψέμα που ζούσα τόσα χρόνια
έγινε κραυγή και ξεχύθηκε μέσα στο ναό.
- Πάψτεεεεε! Επιτέλους σταματήστε! Κανέναν
δεν αγάπησε. Ούτε εμένα ούτε τον αδελφό μου, ούτε κανένα παιδί. Τέρμα η φάρσα.
Όλα τα λεφτά που εσείς ονομάζετε φιλανθρωπία, τα έδινε με δόλο. Για να
γλυτώνει την εφορία και να ξεπλένει το μαύρο χρήμα του. Σήμερα κηδεύουν ένα
ψέμα.