Τα πλήθη του λαού σε περικύκλωσαν και σε πιέζουν και συ λες ποιος με άγγιξε? Κάποιος με άγγιξε!
Διότι εγώ κατάλαβα ότι βγήκε από επάνω μου δύναμις.
Μη φοβάσαι, μόνο εξακολούθησε...
Όταν είδε η γυναίκα αυτό που έκανε, ήρθε τρέμουσα από το φόβο της, διηγήθηκε σε όλο το πλήθος του λαού την αιτία για την οποία τον άγγιξε.
Πήγαινε στο καλό.
Ήρθε κάποιος από το σπίτι του αρχισυναγώγου, έκλαιγαν δε όλοι.
Μην κλαίτε!
Και τον περιγελούσαν.
Διέταξαν να της δοθεί φαγητό να φάει, δια να αναλάβει δυνάμεις, κατόπιν της εξαντλήσεως που της είχε φέρει η μακρά...
Μην κλαίτε.
Και εκυριεύθησαν όλοι από βαθύ, και οι γονείς της το ίδιο.
Τους παρήγγειλε να μην πούνε σε κανέναν το γεγονός, για να μην ερεθίζεται ο φθόνος των εχθρών του.
Ο ΦΘΟΝΟΣ ΤΩΝ ΕΧΘΡΩΝ ΤΟΥ!
Κάποιος με άγγιξε!
Πήγαινε στο καλό!
Μη φοβάστε!
Ευαγγέλιο Κυριακής Ζ’ Λουκά – Η ανάσταση της κόρης της Ιαείρου
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Μόλις επέστρεψε ο Κύριος στην Καπερναούμ, Τον υποδέχθηκαν πλήθη λαού, διότι όλοι Τον περίμεναν ανυπόμονα. Ανάμεσά τους ξεχώριζε ο Ιάειρος, που ήταν άρχοντας της Συναγωγής. Ένα πρόβλημα μεγάλο τον είχε αναστατώσει. Γι’ αυτό και έπεσε γονατιστός στα πόδια του Χριστού και Τον παρακαλούσε να έλθει στο σπίτι του· η μονάκριβη δωδεκάχρονη κόρη του ήταν βαριά άρρωστη, ετοιμοθάνατη. Ο Κύριος σπλαχνίστηκε τον πονεμένο πατέρα κι αμέσως τον ακολούθησε.
Στο δρόμο όμως τα πλήθη του λαού Τον πίεζαν ασφυκτικά. Κάποια στιγμή έγινε κάτι που κανείς από τα πλήθη δεν το πήρε είδηση. Μία γυναίκα που υπέφερε δώδεκα χρόνια από αιμορραγία και είχε ξοδεύσει όλη την περιουσία της σε γιατρούς χωρίς να βρει πουθενά γιατρειά, πλησίασε τον Κύριο κρυφά από πίσω, επειδή ντρεπόταν να γίνει φανερό το νόσημά της, άγγιξε την άκρη του ενδύματός κι αμέσως το θαύμα έγινε, σταμάτησε η αιμορραγία της. Όμως ο Κύριος άρχισε να ρωτά: Ποιος με άγγιξε; Κι επειδή κανείς τριγύρω δεν αποκρινόταν, είπε ο Πέτρος και οι άλλοι μαθητές: Διδάσκαλε, τόσα πλήθη λαού Σε έχουν περικυκλώσει και Σε πιέζουν, κι Εσύ ρωτάς: ποιος με άγγιξε; Μα ο Κύριος επιμένει: Κάποιος με άγγιξε. Αισθάνθηκα να βγαίνει από πάνω μου δύναμη θαυματουργική. Τότε η γυναίκα, που κατάλαβε ότι δεν έμεινε κρυφή η πράξη της, ήλθε τρέμοντας από το φόβο της κι αφού έπεσε γονατιστή στα πόδια του, ομολόγησε μπροστά σ’ όλους την αιτία για την οποία τον άγγιξε και το θαύμα που έγινε. Και ο Κύριος της είπε: Κόρη μου, η πίστη σου σε έχει θεραπεύσει. Μη φοβάσαι. Μόνο εξακολούθησε να πιστεύεις. Πήγαινε στο καλό.
Γιατί όμως ο Κύριος ρωτούσε ποιος Τον άγγιξε; Δεν ήξερε; Ασφαλώς ήξερε. Αλλά ήθελε να δείξει ότι δεν αγνοούσε το γεγονός κι ότι η γυναίκα αυτή δεν υπέκλεψε τη θεραπεία της, αλλά την έλαβε από την πανάγαθη θέλησή του. Και την έλαβε επειδή έδειξε μία πολύ μεγάλη πίστη. Αυτήν ακριβώς την πίστη της ήθελε να δημοσιοποιήσει και να επιβραβεύσει· για να διδαχθούν τα πλήθη που ήταν εκεί, και πολύ περισσότερο ο άρχοντας της Συναγωγής που περνούσε μία πολύ μεγάλη δοκιμασία· αλλά και για να κάνει τη γυναίκα αυτή αιώνιο παράδειγμα πίστεως. Και την ονομάζει «κόρη του», διότι με την πίστη της αυτή η γυναίκα δεν βρήκε μόνο τη θεραπεία του σώματός της αλλά και τη σωτηρία της ψυχής της. Έγινε κατά την Παράδοση πιστή χριστιανή. Πίστεψε ολοκληρωτικά στον Κύριο και έγινε αγία της Εκκλησίας μας, η αγία Βερονίκη, και σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή της διακήρυττε το θαύμα που της έκανε ο Κύριος. Και μας εμπνέει η αγία Βερονίκη να έχουμε κι εμείς την πίστη της, τη βεβαιότητά της ότι μόνο στον Χριστό μπορούμε να βρούμε λύτρωση και σωτηρία. Ακόμη κι όταν τρέχουμε στους γιατρούς, να έχουμε τη βεβαιότητα ότι ο Χριστός είναι ο μέγας ιατρός των ψυχών και των σωμάτων μας.
Η ζωή και η ανάσταση
Καθώς ο Κύριος συνέχιζε την πορεία του, ήλθε κάποιος από το σπίτι του αρχισυναγώγου και του είπε: Η κόρη σου πέθανε· μην κουράζεις άλλο τον διδάσκαλο. Μπορούμε άραγε να φανταστούμε τι ένιωσε τη φοβερή εκείνη ώρα ο δύστυχος πατέρας; Ο κύριος όμως, μόλις άκουσε την είδηση αυτή, του είπε: Μη φοβάσαι, μόνο πίστευε, και θα σωθεί η κόρη σου. Όταν έφθασε στο σπίτι του Ιαείρου, αντίκρισε ένα οδυνηρό θέαμα. Έκλαιγαν όλοι και χτυπούσαν τα στήθη τους και τα κεφάλια τους για τη νεκρή. Κι Αυτός τότε τους είπε: Μην κλαίτε· δεν πέθανε, αλλά κοιμάται. Μια εκείνοι Τον περιγελούσαν, διότι ήταν βέβαιοι ότι το κοριτσάκι ήταν νεκρό. Αυτός όμως, αφού τους έβγαλε όλους έξω, άφησε να μείνουν στο δωμάτιο της νεκρής μόνο ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης και οι γονείς του παιδιού. Κι εκείνη τη μοναδική ώρα έπιασε το χέρι του μικρού κοριτσιού και φώναξε: Κόρη, σήκω επάνω! Η στιγμή ήταν συγκλονιστική. Το πρόσωπο της κορούλας ροδίζει, τα δυο μάτια της ζωής και του θανάτου. Οι γονείς κοιτούν εκστατικοί, γεμάτοι ασυγκράτητη χαρά. Κι Εκείνος τους προστάζει να δώσουν στη μικρή φαγητό και να μην πουν σε κανένα το γεγονός.
Γιατί όμως τους έδωσε αυτή την οδηγία; Για να μην ερεθιστεί ο φθόνος των εχθρών του, εξηγούν οι ιεροί ερμηνευτές. Διότι το θαύμα αυτό διαλαλούσε περίτρανα ότι ο Κύριος δεν είναι ένας απλός άνθρωπος, αλλά έχει τη δύναμη να ανασταίνει νεκρούς, να νικά το θάνατο. Αυτή η πραγματικότητα είναι ασύλληπτη. Δεν είναι μία λεπτομέρεια στην Πίστη μας αλλά η μεγαλύτερη αλήθεια. Ο Χριστός είναι ο κύριος της ζωής και του θανάτου. Ανέστησε νεκρούς, αναστήθηκε και ο ίδιος για να μας δείξει ότι είναι ο Νικητής του θανάτου και ο καθαιρέτης του Άδη, η ζωή των απάντων.
Η πίστη αυτή πρέπει να κυριαρχεί διαρκώς στη σκέψη μας, να αλλάξει τη ζωή μας. Δεν έχουμε πλέον το δικαίωμα εμείς να τρέμουμε μπροστά στο θάνατο· να τον φοβόμαστε όπως όλοι όσοι ζουν χωρίς ελπίδα. Δεν είμαστε πλασμένοι για τα λίγα χρόνια της επίγειας ζωής μας. Ο θάνατος δεν είναι το τέλος μας αλλά η αρχή μιας άλλης, ατελεύτητης ζωής. Η ζωή μας εδώ στη γη είναι ένα μικρό επεισόδιο μπροστά στην αιωνιότητα. Κάποτε θα αναστήσει ο Κύριος κι όλους εμάς. Θα ακούσουμε όλοι μας τη φωνή του να μας καλεί και πάλι στη ζωή, στην αιώνια ζωή. Μη φοβόμαστε τον θάνατο. Η ζωή μας έχει νόημα μόνο επειδή υπάρχει ο Χριστός, που είναι «η ζωή και η ανάστασις ημών». Ας ζούμε λοιπόν με προοπτική αιωνιότητας, προσμένοντας και τη δική μας ανάσταση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου