Όσιος Αντώνιος ο νέος εκ Βεροίας
Ο όσιος πατήρ ημών Αντώνιος ο νέος, ο οποίος ασκήτεψε στην σκήτη Βεροίας κοντά στις όχθες του ποταμού Αλιάκμονος, γεννήθηκε στη Βέροια της Μακεδονίας από γονείς ενάρετους και θεοσεβείς. Προσπάθησαν να δώσουν στο γιο τους Αντώνιο μόρφωση και αγωγή καθαρά Χριστιανική.
Πότε ακριβώς γεννήθηκε ο άγιος δεν γνωρίζουμε. Μελετώντας όμως τη βιογραφία του οσίου πατρός ημών Διονυσίου, του εν Ολύμπω ασκήσαντος, συμπεραίνουμε ότι, ο όσιος πατήρ Αντώνιος είχε αποθάνει λίγα έτη προ της αφίξεως του Αγίου Διονυσίου, στη σκήτη Βεροίας, πλησίον της οποίας κείται η μονή του Τιμίου Προδρόμου. Απέθανε δηλαδή ο Όσιος Αντώνιος προ του 1550.
Γνωρίζοντες δε ότι έζησε περί τα 90 έτη, πρέπει να τοποθετήσουμε τη ζωή και ακμή αυτού μεταξύ των ετών 1450 – 1540.
Η βαθειά θρησκευτικότητά του, η οποία αναπτύχτηκε και κυρίευσε την προσωπικότητά του από της παιδικής ακόμη ηλικίας, στρέφει την καρδία του προς το ιδεώδες του ασκητισμού. Παρ’ όλον τον πλούτο τον οποίον διέθετε η οικογένειά του καμία αγάπη δεν αισθάνεται προς την κοσμική ζωή και τις απολαύσεις της. Αισθάνεται φλογερά την επιθυμία να εγκαταλείψει τα πάντα και να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στο Χριστό. Και δεν αργεί να πραγματοποιήσει την επιθυμία του αυτή.
Αναχώρησε αμέσως για τη μονή του Τιμίου Προδρόμου, η οποία βρισκόταν τότε εν ακμή και είχε και άλλους μοναχούς, είναι δε κτισμένη στους πρόποδες των Πιερίων όρων άνωθεν του Αλιάκμονος ποταμού. Εκεί γίνεται δεκτός μετά μεγάλης χαράς υπό του Προεστώτος της μονής και των λοιπών μοναχών.
Αφού περιεβλήθη το μοναχικό σχήμα, επιδίδεται μετά φλογερού ζήλου στην ασκητική ζωή. Οι εξαιρετικές ασκητικές αρετές του πολύ νωρίς διαλάμπουν και προκαλούν τον θαυμασμό των συνασκητών του. Είναι πράος, ταπεινός, εργατικός, νηστεύει διαρκώς και προσεύχεται. Αλλ’ η ψυχή του ζητεί κάτι ανώτερο. Ζητεί την τελεία απομόνωση από κάθε ανθρώπινη επαφή για να αφοσιωθεί τελείως στον Χριστό.
Και ιδού, μία μέρα ζητεί από τον Προεστώτα της μονής να του επιτρέψει την αναχώρηση στην ερημική σκήτη για να είναι εκεί μόνος με μόνο τον Θεό «συνών και ηδόμενος» όπως ψάλλουμε στην παράκλησή του. Ο Προεστώς μη θέλοντας να εμποδίσει τον Αντώνιο στην πραγματοποίηση της φλογερής αυτής επιθυμίας του, του επιτρέπει να αναχωρήσει. Αποχαιρετά τους συνασκητές του και φεύγει.
Πολλές μέρες ερευνά τις όχθες του ποταμού Αλιάκμονος για να βρει κατάλληλο σπήλαιο, το οποίο να μεταβάλει σε ναό λατρείας Εκείνου που αγάπησε η ψυχή του. Επί τέλους βρίσκει τελείως απομονωμένο σπήλαιο απέναντι της σημερινής θέσης «Σταυρός» επί της όχθης Αλιάκμονος προς τα Πιέρια όρη, το οποίο και μετέβαλε σε σκήτη. Μέσα στο σπήλαιο αυτό έζησε περίπου πενήντα έτη σε αυστηρή άσκηση, τρώγοντας μόνο χόρτα από εκείνα που φύτρωναν πέριξ του σπηλαίου.
Στην αρχή υπέστη φοβερά επίθεση των δαιμόνων για να εγκαταλείψει το σπήλαιο. Άλλοτε τον έδερναν, άλλοτε του παρουσίαζαν το ρεύμα του ποταμού διογκωμένο, που απειλούσε να παρασύρει και αυτόν και το σπήλαιο. Πλην όμως ο άγιος επέμενε και διά της προσευχής και νηστείας νίκησε αυτούς και τους ανάγκασε να φύγουν και να τον αφήσουν ήσυχο στη σκήτη του. Τα γεγονότα αυτά εδηγείτο, ένας ιερέας των γύρω χωριών, ο μόνος που γνώριζε το σπήλαιο και από καιρού εις καιρό επισκέπτονταν τον ασκητή Αντώνιο και μετέδιδε σ’ αυτόν τα άχραντα μυστήρια. Αφού λοιπόν, μέσα στο σπήλαιο αυτό έζησε πενήντα έτη, σε ηλικία ενενήντα και πλέον ετών παρέδωσε εν ηρεμία και γαλήνη την αγία ψυχή του, στον Νυμφίο της Εκκλησίας Χριστό.
Μία μέρα στην απέναντι του σπηλαίου όχθη του ποταμού, είχαν μεταβεί για κυνήγι μερικοί Βεριείς. Σε μια στιγμή τα κυνηγετικά σκυλιά τους αρχίζουν να γαυγίζουν κοιτάζοντας προς την αντίπερα όχθη. Ευθύς οι κυνηγοί στρέφουν τα βλέμματά τους προς τα κεί και βλέπουν έναν άνθρωπο να κινεί το χέρι του και να τους καλεί να πάνε εκεί. Οι κυνηγοί νομίζοντας ότι πρόκειται περί άλλου κυνηγού, που τους καλούσε σε βοήθεια, σπεύδουν αμέσως και αφού πέρασαν τον ποταμό βρέθηκαν στο σημείο όπου είδαν τον άνθρωπο να τους καλεί. Πλην όμως δεν βλέπουν κανένα.
Ενώ δε ερευνούν τα πέριξ, μία θαυμάσια ευωδία τους προσελκύει στην είσοδο του σπηλαίου. Εισέρχονται σ’ αυτό και ώ! του θαύματος,βρίσκουν το σώμα του Αγίου εξαπλωμένο νεκρό και άνωθεν κανδήλα καίουσα. Εκ τούτου αντιλαμβάνονται ότι πρόκειται περί σκηνώματος αγίου ανδρός, και μετ’ ευλαβείας προσκύνησαν αυτό.
Αναχωρούν στην Βέρροια και παρουσιάζονται στον τότε Μητροπολίτη, στον οποίο ανέφεραν τα διατρέξαντα. Ο Μητροπολίτης, του οποίου το όνομα είναι άγνωστο, κρίνοντας τα θαυμαστά ταύτα περιστατικά, που του διηγήθηκαν οι κυνηγοί πείσθηκε ότι πρόκειται περί αγίου λειψάνου. Χωρίς χρονοτριβή συγκεντρώνει όλο τον ιερό κλήρο της Βεροίας και ακολουθούμενος υπό πλήθους λαού, μεταβαίνει στην σκήτη προς παραλαβή του ιερού λειψάνου. Όταν έφθασαν εκεί βρήκαν το άγιο σκήνωμα όπως είχαν διηγηθεί οι κυνηγοί. Τότε εν ψαλμοίς και ύμνοις, παραλαμβάνουν αυτό για να το φέρουν στην Βέροια. Πριν όμως περάσουν τον Αλιάκμονα εγείρεται μεγάλη φιλονικία μεταξύ των χωρικών της περιοχής και των Βεροιανών. Οι μεν χωρικοί θέλουν να κρατήσουν τον άγιο εκεί και να ανεγείρουν προς τιμή του ναό, οι δε Βεροιείς επιμένουν να μεταφέρουν αυτόν στην πόλη τους. Τότε ο Μητροπολίτης για να μη λάβει η φιλονικία μεγαλύτερες διαστάσεις προτείνει να τοποθετήσουν το σκήνωμα του αγίου σε άμαξα συρόμενη υπό βοών, την οποία να αφήσουν ελεύθερη, να οδηγήσει ο άγιος όπου επιθυμεί να μείνει. Αυτό και έγινε. Οι βόες σύρουν την άμαξα μόνοι. Διαβαίνουν τον ποταμόν, διέρχονται τα ενδιάμεσα χωριά, χωρίς να σταματήσουν. Είναι φανερό ότι προχωρούν προς την Βέροια. Πράγματι αφού έφθασαν στην πόλη, μόνοι τους χωρίς να οδηγούνται από κανέναν, κατευθύνονται προς το τέμενος της Υπεραγίας Θεοτόκου πλησίον του οποίου βρισκόταν η οικία του αγίου.
Εκεί σταμάτησαν, και όχι μόνον δεν θέλουν να προχωρήσουν αλλά σχεδόν και φωνή αφήνουν ότι εδώ επιθυμεί να μείνει ο άγιος. Τότε ο αρχιερέας και ο κλήρος παραλαμβάνουν το άγιο σκήνωμα και τοποθετούν αυτό εντός του ναού της Υπεραγίας Θεοτόκου. Έκτοτε χιλιάδες πιστών συνέρεαν σε τιμητική προσκύνηση του αγίου σκηνώματος, το οποίο έγινε πηγή πολλών θαυμάτων. Καταστραφέντος του ναού της Υπεραγίας Θεοτόκου, ανεγέρθη στην θέση του νέος Ιερός Ναός εις τιμήν αυτού τούτου του Αγίου Αντωνίου.
Αλλά και αυτός ο ναός τη νύκτα της 4ης Φεβρουαρίου 1898 αποτεφρώθηκε από πυρκαγιά, προξενηθείσα εξ απροσεξίας των κανδυλαπτών. Στην θέση του ανεγέρθη νέος μεγαλοπρεπής ναός σωζόμενος μέχρι σήμερα, διά δωρεάς της Ευδοξίας Μαλακούση, η οποία δώρησε όλη την περιουσία της εις τον Άγιο. Τα εγκαίνια του νέου μεγαλοπρεπούς ναού έγιναν την 12ην Σεπτεμβρίου 1904 επί Μητροπολίτου Βεροίας Κυρίου Κωνσταντίνου Ισαακίδη, του Πρότερου Νεοκαιρείας. Δύο φορές το χρόνο, ήτοι την 1ην Αυγούστου και την 17ην Ιανουαρίου γίνεται μεγαλοπρεπής πανήγυρις. Χιλιάδες πιστών συρρέουν από όλα τα μέρη της Μακεδονίας, στα οποία έχει φτάσει η φήμη του Αγίου Αντωνίου, πάσχοντες από διάφορες ασθένειες παραμένουν στους γύρω ξενώνες, εκκλησιαζόμενοι και προσευχόμενοι για να λάβουν την θεραπεία.
Ο Θεός, η ακένωτος πηγή του ελέους και των θαυμάτων «απολουσίαις δωρεαίς κατακοσμών τους αγίους» εξακολουθεί και σήμερα διά των πρεσβειών του Αγίου Αντωνίου, να θαυματουργεί και να θεραπεύει ανίατες ασθένειες, πολλών Χριστιανών, που με αληθινή πίστη ζητούν με τις προσευχές τους την επέμβαση του Αγίου.
Τοιούτος υπήρξε ο όσιος πατήρ ημών Αντώνιος, ο οποίος διά της αγγελικής αυτού πολιτείας αφ’ ενός και διά των απείρων θαυμάτων του αφ’ ετέρου κατέστη ο Πολιούχος της Βεροίας και το καύχημα πάντων των εις Χριστόν πιστευόντων.
Αυτού ταις ικεσίαις ο Θεός ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου