Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2015

Στο Ισπαχάν

     ΠΕΡΣΙΑ




Υπάρχουν λογιών λογιών ιστορίες. 
Άλλες μιλάνε για έρωτα και άλλες για μίση. 
Άλλες για μεγά­λους και τρανούς κι άλλες για ταπεινούς φουκα­ράδες. 
Είναι ιστορίες χαρούμενες και ιστορίες λυπημένες.
 Όμως καμιά δεν είναι σ' όλη τη γη όμοια μ' αυτή την ιστορία που θ' ακούσεις συχνά αν ταξιδέψεις στο Ιράν. 
Και σίγουρα, άμα στην πούνε, δύσκολα την ξεχνάς.

Στο Ισπαχάν



Ο Χαζάν Μαρά διάλεξε με προσοχή τους πιο καλούς χουρμάδες.
-   Μπρε Χαζάν, του είπε ο έμπορας, το πράμα δεν που­λιέται διαλεγμένο. Εγώ το πήρα όπως είναι κι έτσι θα το πουλήσω.
-   Το ξέρω Χαζίρ πως το πήρες έτσι, μα ξέρω πως το πλήρωσες τρεις παράδες και πιάνεις δέκα. Υπάρχουν πολλοί χαζοί στην αγορά, πες τα λοιπόν σ' αυτούς κι όχι σε μένα, είπε ο Χαζάν κι έβαλε στη ζυγαριά ό,τι είχε δια­λέξει.
Ο Χαζίρ μουτρωμένος τα ζύγιασε μουρμουρίζοντας:
-   Εσείς όλο θαρρείτε πως οι έμποροι θησαυρίζουν. Αμ δε, όλο ζημιά έχουμε.
Ο Χαζάν δάγκασε ένα χουρμά.
-    Όσο πιο πολύ κλαίγεται ο έμπορας, τόσο πιο πολλά κερδίζει. Έμαθα πως πήρες κι άλλο χτήμα.
Ο έμπορας Χαζίρ δεν απάντησε, μόνο κούνησε το κεφάλι κι είπε:
-    Οχτώ παράδες.
Τότε ο Χαζάν άπλωσε το χέρι να βγάλει τους παράδες, μα είδε κάτι τόσο φοβερό εκείνη τη στιγμή, που το χέρι του παράλυσε, το μούτρο του έγινε κέρινο, τα μάτια του γούρλωσαν κι έτρεμε όλος σαν τη φλόγα του λυχναριού στην πνοή του αγέρα.
-    Τι έπαθες; του λέει ο Χαζίρ, ταραγμένος κι αυτός που τον είδε έτσι αλλαγμένο.
Ο Χαζάν πήγε να μιλήσει, μα δεν τα κατάφερε να βγάλει λέξη σωστή. Ψέλλισε κάτι άναρθρο, πέταξε τους χουρμάδες κι ορμώντας άρχισε να τρέχει ξαφνικά σαν άλογο που αφήνιασε, πέφτοντας πάνω και σπρώχνοντας όποιον έβρισκε στο διάβα του. Όλοι τον κοίταζαν χαμένα. Μα αυτός, ούτε έβλεπε, ούτε ένοιωθε. Όλος ήταν δοσμέ­νος στη φυγή. Και σίγουρα δεν θά'τρεξε άλλος ποτέ τόσο γρήγορα την απόσταση από την αγορά της Τεχεράνης ως το αρχοντικό του Τακεσάν.
-    Τι έπαθες μπρε Χαζάν, του φώναξε στην πόρτα ο χοντρός σταυλίτης. Ποιος σε κυνηγάει;
Μα ο Χαζάν ούτε τον άκουσε, κίτρινος σαν το φλουρί και πάντα τρέχοντας πήδησε τρία-τρία τα σκαλιά του αρχοντικού. Ο γραμματικός πήγε να τον σταματήσει, μα δεν πρόλαβε. Ο Χαζάν έπεσε πάνω στην πόρτα που ήταν το γραφείο του άρχοντα και μπήκε μέσα. Η πόρτα βρό­ντηξε με πάταγο. Ξαφνιασμένος γύρισε ο άρχοντας Τακε­σάν κι είδε τον υπηρέτη του.
-   Τι έπαθες; τον ρώτησε αυστηρά.


Ο Χαζάν πήγε να μιλήσει, μα όσο κι αν κούναγε τα χείλη του ήχος δεν έβγαινε.
Τότε ο άρχοντας τον κοίταξε προσεχτικά. Από το χρώμα και την ταραχή που είδε στο πρόσωπο του ανησύ­χησε. Γέμισε ένα τάσι με νερό και του τό'δωσε.
-   Πιες λίγο να συνέλθεις.
Ο Χαζάν ρούφηξε δυο γουλιές.
-   Αφέντη μου, πήγα κατά πως μού 'πες για να σου πάρω τους χουρμάδες... κόμπιασε πάλι και σταμάτησε.
-Λέγε, παρακάτω.
-   Αφέντη μου, σου διάλεξα τους πιο καλούς. Κάτι χουρμάδες να! Ο Χαζίρ, ο έμπορας, θύμωσε αφέντη μου που διάλεγα.
-   Άσ'τους χουρμάδες και τον έμπορα. Τι είναι αυτό που σ' έφερε σ' αυτό το χάλι;
-Αχ αφέντη μου, ήμουνα πάντα άτυχος και τώρα γίνο­μαι πιο πολύ.
-   Γιατί βρε βλογημένε; Μίλα!
-   Πώς να το πω, αφέντη μου, που τρέμω ολάκερος. Αυτό που είδα, άλλος να μη το δει. Δεν υπάρχει πιο άσκημο, πιο φοβερό, πιο μεγάλο κακό, αφέντη μου, απ' αυτό που αντίκρυσαν τα μάτια μου.
-   Τι είδες επιτέλους; Είπες τόσα λόγια κι αυτό που έπρεπε να πεις δεν τό 'πες.
-   Να, αφέντη μου, εκεί που άπλωσα να πάρω τους χουρμάδες, πέφτει το μάτι μου απέναντι κι είδα! Αχ, αφέ­ντη μου, έχω κρυάδες στη ραχοκοκαλιά.
-   Τι είδες μωρέ;
-   Αυτόν, αφέντη μου. Ήταν μαύρος και σκοτεινός με δίχως κρέατα και δέρμα. Κόκκαλο, μόνο κόκκαλο, αφέ­ντη μου, και δυο φλόγες για μάτια.
-    Τι θες να πεις; Ποιος ήταν;
Ο Χασάν με γουρλωμένα μάτια συνέχισε;
-    Ναι αφέντη μου, είδα τον Χάροντα. Σώσε με! Σίγουρα ήρθε να με πάρει.
Κι έπεσε ο φουκαράς ο Χαζάν στο πάτωμα και χτυπιό­ταν κι αναστέναζε.
-    Σήκω Χαζάν, είπε αυστηρά ο άρχοντας Τακεσάν. Σίγουρα θα γελάστηκες.
-    Όχι αφέντη μου, να σε χαρώ. Τον είδα, να, όπως βλέπω εσένα.
-    Ε, κι έπειτα, είπε σκεφτικά ο Τακεσάν, αυτό δεν σημαίνει τίποτα.
-    Όλοι το ξέρουνε στην Τεχεράνη άρχοντα μου: «Όποιος δει το Χάροντα, πεθαίνει». Κανείς δεν έζησε ποτέ απ' όσους τον αντίκρυσαν! Κι ο Χαζάν άρχισε πάλι να θρηνεί και να χτυπιέται.
Ο άρχοντας Τακεσάν έκανε δυο βόλτες με σκυμμένο το κεφάλι.
-Έλα, πάψε να κλαις και να στενάζεις. Αυτά δεν διώ­χνουν το Χάρο.
-    Τίποτα δεν τον διώχνει, αφέντη μου.
-    Τότε τι κλαις;
-    Γι' αυτό, αφέντη μου, κλαίω. Αν ήξερα ότι υπάρχει κάτι να τον διώχνει σίγουρα θα τό 'κανα, μα δεν υπάρχει, γι' αυτό κλαίω. Και συνέχισε ο φουκαράς να βογγάει και να χτυπιέται απεπλισμένα.
Η ζωή έχει πολλά βάσανα. Όσα όμως κι αν έχει κι όσα κι αν της προσθέσεις, πάλι είναι γλυκεία. Μπορεί να θέλει πολλά ο άνθρωπος, μα σαν έρθει η ώρα του θανάτου, τα δίνει όλα με την πιο μεγάλη προθυμία για να ζήσει. Κι ο φουκαράς ο Χαζάν θά'δινε το κάθε τι να ζήσει. Μα ξέροντας πως αυτό δε γίνεται, χτυπιέται τώρα κάτω στο πάτωμα απελ­πισμένος όπως όλοι σ' αυτό τον κόσμο άμα έρθει εκείνη η φοβερή η ώρα που θα νοιώσουν ότι σβήνουν όλα γι' αυτούς και όπου νάναι θα στρώσουν τα σκουλήκια τραπέζι πάνω τους βάζοντας τέρμα στις φιλοδοξίες τους, στα όνειρα τους και το κάθε τι που το νομίζουν οι άνθρωποι αιώνιο.
Ο Τακεσάν ήταν μεγάλος άρχοντας. Πάντα του ψύχραι­μος, και στις πιο δύσκολες στιγμές ήξερε με ξάστερο μυαλό να βρίσκει το σωστό. Μα ο θάνατος είναι τόσο μεγάλος, που κι οι πιο τρανοί αυτής της γης γίνονται τόσο μικροί κι αδύνατοι όσο κι ο πιο αδύνατος φουκαράς. Κάθισε στο ντιβάνι σκεφτικός, χάιδεψε τα γένια του, κοίταξε το δύστυχο το Χαζάν και τον λυπήθηκε για τη μοίρα του.
-   Μην κλαις Χαζάν, θα σε βοηθήσω.
0 Χαζάν σταμάτησε το κλάμα και τον κοίταξε ικετευ­τικά. Όταν ο άνθρωπος χάσει κάθε ελπίδα, ελπίζει σε όλα. Έτσι τα λόγια του αφεντικού τού'δωσαν κουράγιο.
-   Πώς αφέντη μου; Ήρθε στην Τεχεράνη να με πάρει και σίγουρα δε θα φύγει χωρίς εμένα.
0 Τακεσάν σηκώθηκε αποφασιστικά, Τράβηξε στην πόρτα και φώναξε το χοντρό σταυλίτη, που μπήκε σε λίγο λαχανιασμένος.
-   Με φώναξες αφέντη;
-   Γρήγορα ετοίμασε το μαύρο μου άλογο για δρόμο μακρινό.
-   Μάλιστα αφέντη, είπε ο σταυλίτης κι έτρεξε να εκτε­λέσει τη διαταγή.
Ο Χαζάν άκουγε μ' απορία. Τότε ο Τακεσάν γύρισε και του είπε:
-   Δεν υπάρχει πιο γρήγορο άλογο από το δικό μου, Χαζάν, σ' όλη την Περσία. Θ' ανέβεις και θα τραβήξεις γραμμή στο Ισπαχάν. Ο Χάρος θα ψάχνει στην Τεχεράνη μα ποτέ δε θά 'βρει σ' αυτή κάτι που δεν υπάρχει.
Το απελπισμένο πρόσωπο του Χαζάν το φώτισε, όπως το συννεφιασμένο ουρανό η αστραπή, μια ελπίδα.
-   Αφέντη μου, ψιθύρισε όλο ικεσία.
-  Άντε ετοιμάσου γρήγορα. Πρέπει να προλάβουμε. Αμέσως ο Χαζάν πετάχτηκε ορθός.
-Έτοιμος είμαι αφέντη μου. Έτοιμος.
-   Πάρε κάτι να φας.
-    Βρίσκω να φάω κι αύριο, αφέντη μου, φτάνει να ζω, κι όρμησε στο σταύλο.
Σε λίγο, από τη βόρεια πύλη ορμούσε πάνω στ' άλογο ο Χαζάν όσο πιο γρήγορα μπορούσε για το Ισπαχάν, ψιθυρίζοντας στο περήφανο άλογο:
-    Άντε, Μαύρε μου, από σένα κρέμεται μια ζωή. Αν με πας γρήγορα στο Ισπαχάν σώθηκα. Κι όσο ένοιωθε πως πίσω του χάνονταν η Τεχεράνη, τόσο ανέπνεε και πιο ελεύθερα ο φουκαράς.
Ο Τακεσάν γεμάτος πικρές σκέψεις βγήκε κι έψαξε στην αγορά. Μα δεν είδε πουθενά τη σκοτεινή μορφή του Χάρου, και τότε τράβηξε σιγά-σιγά προς το νεκροταφείο. Όλα ήταν ήρεμα κι ακίνητα, μα παρ' όλα αυτά η σκέψη δεν ένοιωθε ήρεμη σ' αυτό τον τόπο. Προχώρησε αργά ο Τακεσάν, ακούγοντας μόνο τα βήματα του να ταράζουν την ησυχία.
Ο Χαζάν δίχως άλλο φοβήθηκε χωρίς αιτία, σκέφτηκε.

Μα ξαφνικά ανατρίχιασε. Εκεί κοντά, καθισμένος σ' ένα βράχο, ήταν κάποιος άγνωστος ντυμένος μαύρα. Δειλά ο Τακεσάν πλησίασε. Τότε ο άγνωστος γύρισε κι ο Τακεσάν κιτρίνισε. Μα έπνιξε το φόβο.
-   Σε γύρευα, Χάροντα! του είπε. Γέλασε ο Χάρος.
-   Πρώτη φορά άκουσα άνθρωπο να με ζητάει. Ο Τακεσάν κάθισε πλάι του ήρεμος.
-   Είσαι φριχτός και σ' αποφεύγουν όλοι.

-    Το ότι μ' αποφεύγουν είναι σωστό. Όμως φριχτός γιατί τάχα;
Γιατί είσαι ο θάνατος, είπε ο Τακεσάν. Αυτό δεν φθάνει;
0 Χάρος έσκυψε κοντά του.
-    Πέθανες ποτέ;
Ο Τακεσάν τον κοίταξε μ' απορία. -Όχι. Αν πέθαινα δεν θά'μουν ζωντανός. Ο Χάρος ξαναρώτησε.
-    Ρώτησες ποτέ κανέναν που να πέθανε για το θάνατο;
- Όχι, γιατί οι πεθαμένοι ποτέ δεν μίλησαν. 0 Χάρος γέλασε τότε παράξενα.
-   Αφού δεν γνώρισες το θάνατο, κι αφού από όσους τον γνώρισαν κανένας δεν μίλησε γι'αυτόν, πώς λες ότι είμαι φριχτός;
Κοίταξε πέρα ο Χάροντας και συνέχισε:
-   Ζείτε μέσα στα βάσανα, στις αγωνίες, κι όμως αγα­πάτε τη ζωή. Μα μισείτε εμένα, που τίποτα δεν ξέρετε από αυτό που σας προσφέρω.
-   Ό,τι κι αν δίνεις, παίρνεις τη ζωή. Τίποτα δεν αξίζει όσο αυτή, του είπε ο Τακεσάν.
Ο Χάροντας σηκώθηκε και τράβηξε το κατάμαυρο άλογο του.
-    Πριν φύγεις, τον σταμάτησε ο Τακεσάν, πες μου τι ζητάς στην Τεχεράνη;
-    Όπου υπάρχουν άνθρωποι, εκεί βρίσκω πραμάτεια, απάντησε ο Χάροντας.
-Έχω ένα φουκαρά στη δούλεψη μου, τον Χαζάν, είπε δυνατά ο Τακεσάν, τι σού'κανε και τον κοίταξες άγρια στην αγορά και τώρα τρέμει φοβισμένος;
-    Γελάστηκε, δεν τον κοίταξα άγρια. Ξαφνιάστηκα μόνο που τον είδα στην Τεχεράνη.
-    Ξαφνιάστηκες; Γιατί;
Γιατί οι μέρες του τέλειωσαν, άρχοντα, και σήμερα έχει ορισθεί να τον συναντήσω στο Ισπαχάν. Απόρησα λοιπόν βλέποντας τον εδώ. Τάχα, θα προλάβει να'ναι στην ώρα του εκεί που πρέπει;
Κι ο Χάροντας, δίχως να προσμένει απόκριση, κέντρισε το άλογο του, που όρμησε σαν αστραπή στο δρόμο που πάει προς το Ισπαχάν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...